ὕσσακος: Difference between revisions
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕσσακος''': ἢ ὕσσαξ, ὁ, ἑρμηνεύεται παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολόγ. 785, 8, καὶ τῷ Φωτ. διὰ τοῦ [[πάσσαλος]], ἀλλ’ ἐν χρήσει εὕρηται ἐπὶ τοῦ γυναικείου αἰδοίου, εἶμ’ ὥστ’ ἀπ’ ὑσσάκω λυθεῖσα Ποιητ. Δωρ. παρ’ Ἡφαιστ. 28· ἀπήλαον τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων Ἀριστοφ. Λυσ. 1001· ὡς φαίνεται ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] Δωρικ. | |lstext='''ὕσσακος''': ἢ ὕσσαξ, ὁ, ἑρμηνεύεται παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολόγ. 785, 8, καὶ τῷ Φωτ. διὰ τοῦ [[πάσσαλος]], ἀλλ’ ἐν χρήσει εὕρηται ἐπὶ τοῦ γυναικείου αἰδοίου, εἶμ’ ὥστ’ ἀπ’ ὑσσάκω λυθεῖσα Ποιητ. Δωρ. παρ’ Ἡφαιστ. 28· ἀπήλαον τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων Ἀριστοφ. Λυσ. 1001· ὡς φαίνεται ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] Δωρικ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(ὁ) :<br /><b>1</b> porcelet;<br /><b>2</b> <i>pudenda muliebria</i> AR Lys..<br />'''Étymologie:''' [[ὕσσαξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ὑστακός, Hsch.; ὑσσάκους· πασσάλους, EM785.7, Phot. (cf. ὕσταξ); dub. in
A Lyr.A desp.46A; but, = pudenda muliebria, Ar. Lys. 1001: Dor. word acc. to Phot.
Greek (Liddell-Scott)
ὕσσακος: ἢ ὕσσαξ, ὁ, ἑρμηνεύεται παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολόγ. 785, 8, καὶ τῷ Φωτ. διὰ τοῦ πάσσαλος, ἀλλ’ ἐν χρήσει εὕρηται ἐπὶ τοῦ γυναικείου αἰδοίου, εἶμ’ ὥστ’ ἀπ’ ὑσσάκω λυθεῖσα Ποιητ. Δωρ. παρ’ Ἡφαιστ. 28· ἀπήλαον τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων Ἀριστοφ. Λυσ. 1001· ὡς φαίνεται ἡ λέξις εἶναι Δωρικ.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
1 porcelet;
2 pudenda muliebria AR Lys..
Étymologie: ὕσσαξ.