συνεμπίπτω: Difference between revisions
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεμπίπτω''': [[ἐμπίπτω]] [[ὁμοῦ]], [[πίπτω]] ἐντὸς [[ὁμοῦ]], συνεμπεσὼν ἐς τὸ πῦρ Λουκ. Περεγρ. 24, πρβλ. Νεκρ. Διαλ. 10. 4. 2) [[ἐπιπίπτω]], [[προσβάλλω]], ἐπιτίθεμαι [[ὁμοῦ]], Πλουτ. Βροῦτ. 42· ἐπὶ νόσων, σ. τινὶ Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, Ἀρεταῖ. 3) [[συμβαίνω]] συγχρόνως, τινὶ Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 32, Πλούτ., κλπ· πρὸς ἄλληλα τῶν γραμμάτων συμπεσόντων ἀπετελέσθη τὸ [[βιβλίον]] ὁ αὐτ. 2. 399Ε. 4) εἶμαι [[ὅμοιος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 651, Α. Β. 814, κτλ. | |lstext='''συνεμπίπτω''': [[ἐμπίπτω]] [[ὁμοῦ]], [[πίπτω]] ἐντὸς [[ὁμοῦ]], συνεμπεσὼν ἐς τὸ πῦρ Λουκ. Περεγρ. 24, πρβλ. Νεκρ. Διαλ. 10. 4. 2) [[ἐπιπίπτω]], [[προσβάλλω]], ἐπιτίθεμαι [[ὁμοῦ]], Πλουτ. Βροῦτ. 42· ἐπὶ νόσων, σ. τινὶ Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, Ἀρεταῖ. 3) [[συμβαίνω]] συγχρόνως, τινὶ Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 32, Πλούτ., κλπ· πρὸς ἄλληλα τῶν γραμμάτων συμπεσόντων ἀπετελέσθη τὸ [[βιβλίον]] ὁ αὐτ. 2. 399Ε. 4) εἶμαι [[ὅμοιος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 651, Α. Β. 814, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.2</i> συνενέπεσον, <i>pf.</i> συνεμπέπτωκα;<br /><b>I. 1</b> tomber ensemble sur <i>ou</i> dans, <i>avec</i> [[ἐς]] et l’acc.;<br /><b>2</b> attaquer ensemble;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> se rencontrer;<br /><b>2</b> coïncider, s’accorder avec, <i>dat. ou</i> [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐμπίπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
A fall or be put in also, ἐς τὸ πῦρ Luc.Peregr.24, cf. DMort.10.4. 2 fall on or attack together, Plu.Brut.42 (s. v.l.); of diseases, σ. τινί Hp. Acut.42, Gal.16.493, Aret.SA2.6 codd. (leg. συμπ-). 3 befall also, εἴ τι τοιοῦτον συνεμπέσοι αὐτῷ might befall him too, Arist.Rh.Al. 1444a14. 4 to be thrown together, κατὰ τὠυτό Hp.Vict.1.27 (v.l. συνεκ-), cf. Plu.2.399e; coincide in form, -ουσαι λέξεις A.D.Pron.52.4, al.; τοῖς παλαιοῖς, i.e. by repeating their words, Artem.2.1; of metrical phrases, Sch.Ar.Nu.651; Astrol., come together, Vett.Val.90.27, 333.23. 5 fall to be included in, σὺν τοῖς καὶ εἰς τούτους συνεμπεσουμένοις φορτίοις πᾶσι POxy.243.33 (i A.D.), cf. 503.14 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1014] (s. πίπτω), mit od. zugleich hinein od. darauf fallen, mit einen Einfall machen; Luc. mort. Peregr. 24; Plut.; – zusammentreffen, Isocr. frg. bei Spengel 161.
Greek (Liddell-Scott)
συνεμπίπτω: ἐμπίπτω ὁμοῦ, πίπτω ἐντὸς ὁμοῦ, συνεμπεσὼν ἐς τὸ πῦρ Λουκ. Περεγρ. 24, πρβλ. Νεκρ. Διαλ. 10. 4. 2) ἐπιπίπτω, προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι ὁμοῦ, Πλουτ. Βροῦτ. 42· ἐπὶ νόσων, σ. τινὶ Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, Ἀρεταῖ. 3) συμβαίνω συγχρόνως, τινὶ Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 32, Πλούτ., κλπ· πρὸς ἄλληλα τῶν γραμμάτων συμπεσόντων ἀπετελέσθη τὸ βιβλίον ὁ αὐτ. 2. 399Ε. 4) εἶμαι ὅμοιος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 651, Α. Β. 814, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ao.2 συνενέπεσον, pf. συνεμπέπτωκα;
I. 1 tomber ensemble sur ou dans, avec ἐς et l’acc.;
2 attaquer ensemble;
II. fig. 1 se rencontrer;
2 coïncider, s’accorder avec, dat. ou πρός et l’acc..
Étymologie: σύν, ἐμπίπτω.