χρύσωμα: Difference between revisions
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρύσωμα''': τό, τὸ κατασκευασθὲν ἐκ χρυσοῦ, κατειργμασμένος [[χρυσός]], Εὐρ. Ἴων 1030, 1430· χρυσώματα, ἀγγεῖα, σκεύη ἐκ χρυσοῦ, Λυσί. Ἀποσπ. 50, Πολύβ. 31. 3, 16, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 26. | |lstext='''χρύσωμα''': τό, τὸ κατασκευασθὲν ἐκ χρυσοῦ, κατειργμασμένος [[χρυσός]], Εὐρ. Ἴων 1030, 1430· χρυσώματα, ἀγγεῖα, σκεύη ἐκ χρυσοῦ, Λυσί. Ἀποσπ. 50, Πολύβ. 31. 3, 16, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />objet en or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is made of gold, wrought gold, E.Ion1030, 1430; χρυσώματα gold plate, Lys.Fr.56, OGI214.26 (Didyma, iii B. C.), Plb.30.25.16.
German (Pape)
[Seite 1383] τό, das von Gold Verfertigte, Goldgeschirr, Goldarbeit; Eur. Ion 1430; Pol. 31, 3,16.
Greek (Liddell-Scott)
χρύσωμα: τό, τὸ κατασκευασθὲν ἐκ χρυσοῦ, κατειργμασμένος χρυσός, Εὐρ. Ἴων 1030, 1430· χρυσώματα, ἀγγεῖα, σκεύη ἐκ χρυσοῦ, Λυσί. Ἀποσπ. 50, Πολύβ. 31. 3, 16, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 26.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet en or.
Étymologie: χρυσόω.