χιονοβόλος: Difference between revisions
From LSJ
Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χιονοβόλος''': -ον, ὁ βάλλων χιόνα, χιονίζων, [[χιονώδης]], [[χιονοβόλος]] ἡ ὥρα γινομένη λιποβοτανεῖν ἐποίησε τὴν χώραν Πλούτ. 2. 18. Ε. ΙΙ. χιονόβολος, ον, βεβλημένος ὑπὸ χιόνος, [[χιονόβλητος]], κεκαλυμμένος ὑπὸ χιόνος, ὄρη Στράβ. 409, πρβλ. [[χιονόβατος]]. | |lstext='''χιονοβόλος''': -ον, ὁ βάλλων χιόνα, χιονίζων, [[χιονώδης]], [[χιονοβόλος]] ἡ ὥρα γινομένη λιποβοτανεῖν ἐποίησε τὴν χώραν Πλούτ. 2. 18. Ε. ΙΙ. χιονόβολος, ον, βεβλημένος ὑπὸ χιόνος, [[χιονόβλητος]], κεκαλυμμένος ὑπὸ χιόνος, ὄρη Στράβ. 409, πρβλ. [[χιονόβατος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui répand <i>ou</i> amène la neige.<br />'''Étymologie:''' [[χιών]], [[βάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A snowy, χ. ὥρα Plu.2.182e. II χιονόβολος, ον, snow-covered, ὄρη Str.9.2.25; cf. χιονόβλητος.
German (Pape)
[Seite 1356] Schnee werfend, schneiend, ὥρα Plut. reg. apophth. p. 107; – χιονόβολος, mit Schnee beworfen, beschnei't, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χιονοβόλος: -ον, ὁ βάλλων χιόνα, χιονίζων, χιονώδης, χιονοβόλος ἡ ὥρα γινομένη λιποβοτανεῖν ἐποίησε τὴν χώραν Πλούτ. 2. 18. Ε. ΙΙ. χιονόβολος, ον, βεβλημένος ὑπὸ χιόνος, χιονόβλητος, κεκαλυμμένος ὑπὸ χιόνος, ὄρη Στράβ. 409, πρβλ. χιονόβατος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui répand ou amène la neige.
Étymologie: χιών, βάλλω.