Συβαριτικός: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Σῠβᾰρῑτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Σύβαριν· λόγοι Σ., [[τάξις]] τις μύθων παρὰ τοῖς Ἕλλησιν, Ἀριστοφ. Σφ. 1529, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ., Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14, 20. Ἐπίρρ. -κῶς, παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἄδην.
|lstext='''Σῠβᾰρῑτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Σύβαριν· λόγοι Σ., [[τάξις]] τις μύθων παρὰ τοῖς Ἕλλησιν, Ἀριστοφ. Σφ. 1529, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ., Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14, 20. Ἐπίρρ. -κῶς, παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἄδην.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Sybarite.<br />'''Étymologie:''' [[Συβαρίτης]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Συβᾰρῑτικός Medium diacritics: Συβαριτικός Low diacritics: Συβαριτικός Capitals: ΣΥΒΑΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: Sybaritikós Transliteration B: Sybaritikos Transliteration C: Syvaritikos Beta Code: *subaritiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of Sybaris: λόγοι Σ., a class of fables among the Greeks, Ar.V.1259, ubi v. Sch. and cf. Mnesim.6, Ael. VH14.20. Adv. -κῶς Malch.p.397 D.

Greek (Liddell-Scott)

Σῠβᾰρῑτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Σύβαριν· λόγοι Σ., τάξις τις μύθων παρὰ τοῖς Ἕλλησιν, Ἀριστοφ. Σφ. 1529, ἔνθα ἴδε Σχόλ., Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14, 20. Ἐπίρρ. -κῶς, παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἄδην.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Sybarite.
Étymologie: Συβαρίτης.