σύρραγμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύρραγμα''': τό, [[σύγκρουσις]], Πλούτ. 2. 346Ε ― συρρᾰγή, ἡ, ὁπλιζομένου τοῦ στρατοῦ πρὸς συρραγὴν πολέμου Τζέτζ. Ἱστ. 3. 721.
|lstext='''σύρραγμα''': τό, [[σύγκρουσις]], Πλούτ. 2. 346Ε ― συρρᾰγή, ἡ, ὁπλιζομένου τοῦ στρατοῦ πρὸς συρραγὴν πολέμου Τζέτζ. Ἱστ. 3. 721.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />conflit, choc.<br />'''Étymologie:''' [[συρρήγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύρραγμα Medium diacritics: σύρραγμα Low diacritics: σύρραγμα Capitals: ΣΥΡΡΑΓΜΑ
Transliteration A: sýrragma Transliteration B: syrragma Transliteration C: syrragma Beta Code: su/rragma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A conflict, μάχης cj. for σύγγραμμα in Plu.2.346e; cf. σύρρηγμα.

Greek (Liddell-Scott)

σύρραγμα: τό, σύγκρουσις, Πλούτ. 2. 346Ε ― συρρᾰγή, ἡ, ὁπλιζομένου τοῦ στρατοῦ πρὸς συρραγὴν πολέμου Τζέτζ. Ἱστ. 3. 721.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
conflit, choc.
Étymologie: συρρήγνυμι.