συνοικισμός: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνοικισμός''': ὁ, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, [[συνοικέσιον]], Διόδ. 18. 23· ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλουτ. Σόλ. 20. ΙΙ. = [[συνοίκισις]], Πολύβ. 4. 33, 7, Πλουτ. Ρωμ. 9, κτλ. | |lstext='''συνοικισμός''': ὁ, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, [[συνοικέσιον]], Διόδ. 18. 23· ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλουτ. Σόλ. 20. ΙΙ. = [[συνοίκισις]], Πολύβ. 4. 33, 7, Πλουτ. Ρωμ. 9, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> colonisation;<br /><b>2</b> cohabitation, mariage.<br />'''Étymologie:''' [[συνοικίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A living together, wedlock, D.S.18.23; ἀνδρὸς καὶ γυναικός Plu.Sol.20. II = foreg., Plb.4 33.7: pl., πόλεων Str.10.4.8; founding a city, Plu.Rom.9.
Greek (Liddell-Scott)
συνοικισμός: ὁ, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, συνοικέσιον, Διόδ. 18. 23· ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλουτ. Σόλ. 20. ΙΙ. = συνοίκισις, Πολύβ. 4. 33, 7, Πλουτ. Ρωμ. 9, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 colonisation;
2 cohabitation, mariage.
Étymologie: συνοικίζω.