σχεδίην: Difference between revisions
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχεδίην''': Ἐπικ. ἐπίρρ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ θηλ. τοῦ [[σχέδιος]], ἐπὶ τόπου, ἐκ τοῦ πλησίον, Λατιν. cominus, τύψον δὲ [[σχεδίην]], «ἐκ τοῦ [[σύνεγγυς]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 830. πρβλ. [[αὐτοσχεδόν]]. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[ταχέως]], ἀμέσως, Νικ. Ἀλεξιφ. 88· [[παραχρῆμα]], [[εὐθύς]], ἀμέσως, Βάβρ. 57. 4. | |lstext='''σχεδίην''': Ἐπικ. ἐπίρρ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ θηλ. τοῦ [[σχέδιος]], ἐπὶ τόπου, ἐκ τοῦ πλησίον, Λατιν. cominus, τύψον δὲ [[σχεδίην]], «ἐκ τοῦ [[σύνεγγυς]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 830. πρβλ. [[αὐτοσχεδόν]]. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[ταχέως]], ἀμέσως, Νικ. Ἀλεξιφ. 88· [[παραχρῆμα]], [[εὐθύς]], ἀμέσως, Βάβρ. 57. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />de près.<br />'''Étymologie:''' acc. fém. ion. de [[σχέδιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. Adv. formed from the fem. of σχέδιος, of Place,
A at close quarters, τύψον δὲ σχεδίην Il.5.830: cf. αὐτοσχεδόν. II of Time, soon, Nic.Al.88; straightway, at once, Babr.57.4 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 1054] ep. adv., aus dem fem. von σχέδιος gebildet, in der Nähe, cominus; τύψον δὲ σχεδίην, Il. 5, 830, sc. πληγήν; auch Nic. Al. 88.
Greek (Liddell-Scott)
σχεδίην: Ἐπικ. ἐπίρρ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ θηλ. τοῦ σχέδιος, ἐπὶ τόπου, ἐκ τοῦ πλησίον, Λατιν. cominus, τύψον δὲ σχεδίην, «ἐκ τοῦ σύνεγγυς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 830. πρβλ. αὐτοσχεδόν. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ταχέως, ἀμέσως, Νικ. Ἀλεξιφ. 88· παραχρῆμα, εὐθύς, ἀμέσως, Βάβρ. 57. 4.
French (Bailly abrégé)
adv.
de près.
Étymologie: acc. fém. ion. de σχέδιος.