σφέλας: Difference between revisions
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(6_21) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφέλας''': τό, [[ὑποπόδιον]], Ὀδ. Σ. 394˙ Ἐπικ. πληθ. σφέλα Ὀδ. Ρ. 231˙ δοτ. σφέλαϊ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1169. ΙΙ. ἡ βάσις ἀγάλματος, Ἐπιγρ. Δήλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 10. ΙΙΙ. κοῖλον [[τεμάχιον]] ξύλου ὡς [[θήκη]] χρησιμεῦον, Νικ. Θηρ. 644. | |lstext='''σφέλας''': τό, [[ὑποπόδιον]], Ὀδ. Σ. 394˙ Ἐπικ. πληθ. σφέλα Ὀδ. Ρ. 231˙ δοτ. σφέλαϊ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1169. ΙΙ. ἡ βάσις ἀγάλματος, Ἐπιγρ. Δήλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 10. ΙΙΙ. κοῖλον [[τεμάχιον]] ξύλου ὡς [[θήκη]] χρησιμεῦον, Νικ. Θηρ. 644. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(τό) :<br />escabeau, banc.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σφαλός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A footstool, Od.18.394: Ep. pl. σφέλα 17.231; dat. σφέλαϊ A.R.3.1159. II pedestal of a statue, Schwyzer 760 (Delos, vi B.C.). III hollow block of wood, for putting anything into, Nic.Th.644.
Greek (Liddell-Scott)
σφέλας: τό, ὑποπόδιον, Ὀδ. Σ. 394˙ Ἐπικ. πληθ. σφέλα Ὀδ. Ρ. 231˙ δοτ. σφέλαϊ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1169. ΙΙ. ἡ βάσις ἀγάλματος, Ἐπιγρ. Δήλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 10. ΙΙΙ. κοῖλον τεμάχιον ξύλου ὡς θήκη χρησιμεῦον, Νικ. Θηρ. 644.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
escabeau, banc.
Étymologie: DELG σφαλός.