ὑπήνεμος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπήνεμος''': -ον, ([[ἄνεμος]]) ὁ μὴ προσβαλλόμενος ὑπὸ ἀνέμου, ἀντίθετ. τῷ [[προσήνεμος]], Σοφ. Ἀντ. 511· [[ἀκτὴ]] Θεόκρ. 22. 32· λιμὴν [[Πολυδ]]. Α΄, 100· [[τόπος]] Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 9· ἢν δέ τις, ἔφη, λικμᾷ ἐκ τοῦ ὑπηνέμου ἀρχόμενος; δῆλον, ἔφην ἐγώ, ὅτι εὐθὺς ἐν τῇ ἀχυροδόκῃ ἔσται τὰ ἄχυρα, θὰ πέσωσιν εἰς τὸν ἀχυρῶνα, Ξεν. Οἰκ. 18, 7· ὑπηνέμους ποιεῖν τὰς νεοττεύσεις, ποιεῖν τὰς φωλεὰς ἐν πεφυλαγμένοις ἀπὸ τοῦ ἀνέμου τόποις, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 6. 1, 6 ἐν ὑπηνέμοις (ἐξυπακ. τόποις) [[αὐτόθι]] 14, 11· - μεταφ., [[ἤπιος]], [[ἥσυχος]], [[ἐλαφρός]], [[αὔρα]] Εὐρ. Κύκλ. 44. ΙΙ. ταχὺς ὡς ὁ [[ἄνεμος]], Ἀνθ. Πλαν. 54. ΙΙΙ. = [[ὑπηνέμιος]] ΙΙ. 2, δόξαι, ἐπιθυμίαι Ἀλκίφρων 2. 2, 7. πρβλ. Δίωνα Χρυσόστ. 1. 499.
|lstext='''ὑπήνεμος''': -ον, ([[ἄνεμος]]) ὁ μὴ προσβαλλόμενος ὑπὸ ἀνέμου, ἀντίθετ. τῷ [[προσήνεμος]], Σοφ. Ἀντ. 511· [[ἀκτὴ]] Θεόκρ. 22. 32· λιμὴν [[Πολυδ]]. Α΄, 100· [[τόπος]] Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 9· ἢν δέ τις, ἔφη, λικμᾷ ἐκ τοῦ ὑπηνέμου ἀρχόμενος; δῆλον, ἔφην ἐγώ, ὅτι εὐθὺς ἐν τῇ ἀχυροδόκῃ ἔσται τὰ ἄχυρα, θὰ πέσωσιν εἰς τὸν ἀχυρῶνα, Ξεν. Οἰκ. 18, 7· ὑπηνέμους ποιεῖν τὰς νεοττεύσεις, ποιεῖν τὰς φωλεὰς ἐν πεφυλαγμένοις ἀπὸ τοῦ ἀνέμου τόποις, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 6. 1, 6 ἐν ὑπηνέμοις (ἐξυπακ. τόποις) [[αὐτόθι]] 14, 11· - μεταφ., [[ἤπιος]], [[ἥσυχος]], [[ἐλαφρός]], [[αὔρα]] Εὐρ. Κύκλ. 44. ΙΙ. ταχὺς ὡς ὁ [[ἄνεμος]], Ἀνθ. Πλαν. 54. ΙΙΙ. = [[ὑπηνέμιος]] ΙΙ. 2, δόξαι, ἐπιθυμίαι Ἀλκίφρων 2. 2, 7. πρβλ. Δίωνα Χρυσόστ. 1. 499.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est à l’abri du vent : [[ἐκ]] [[τοῦ]] ὑπηνέμου XÉN du côté abrité du vent.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἄνεμος]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπήνεμος Medium diacritics: ὑπήνεμος Low diacritics: υπήνεμος Capitals: ΥΠΗΝΕΜΟΣ
Transliteration A: hypḗnemos Transliteration B: hypēnemos Transliteration C: ypinemos Beta Code: u(ph/nemos

English (LSJ)

ον, (ἄνεμος)

   A sheltered from the wind, S.Ant.411; ἀκτή Theoc.22.32; λιμήν Poll.1.100; [τόποι] Thphr.CP3.6.9; opp. προσήνεμος, ἐκ τοῦ ὑπηνέμου on the lee-side, X.Oec.18.7; ὑπηνέμους ποιεῖσθαι τὰς νεοττεύσεις to make the nests in sheltered places, Arist.HA559a3; ἐν ὑπηνέμοις (sc. τόποις) ib.568b26: metaph., gentle, αὔρα E.Cyc.44 (lyr.).    II swift as the wind, APl.4.54; epith. of Mars, Cat.Cod.Astr.2.81.    III = foreg. 11.2, ἐπιθυμίαι, δόξαι, D.Chr.20.24 codd., Alciphr.2.2.

German (Pape)

[Seite 1205] unter dem Winde, d. i. im Schutz vor dem Winde, Soph. Ant. 407; dem Winde nicht ausgesetzt, Ggstz προσήνεμος, Xen. Oec. 18, 7; vgl. Arist. H. A. 6, 1. – Auch = windschnell, αὔρα Eur. Cycl. 44; – δόξαι, nichtig, Alciphr. 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπήνεμος: -ον, (ἄνεμος) ὁ μὴ προσβαλλόμενος ὑπὸ ἀνέμου, ἀντίθετ. τῷ προσήνεμος, Σοφ. Ἀντ. 511· ἀκτὴ Θεόκρ. 22. 32· λιμὴν Πολυδ. Α΄, 100· τόπος Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 9· ἢν δέ τις, ἔφη, λικμᾷ ἐκ τοῦ ὑπηνέμου ἀρχόμενος; δῆλον, ἔφην ἐγώ, ὅτι εὐθὺς ἐν τῇ ἀχυροδόκῃ ἔσται τὰ ἄχυρα, θὰ πέσωσιν εἰς τὸν ἀχυρῶνα, Ξεν. Οἰκ. 18, 7· ὑπηνέμους ποιεῖν τὰς νεοττεύσεις, ποιεῖν τὰς φωλεὰς ἐν πεφυλαγμένοις ἀπὸ τοῦ ἀνέμου τόποις, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 6. 1, 6 ἐν ὑπηνέμοις (ἐξυπακ. τόποις) αὐτόθι 14, 11· - μεταφ., ἤπιος, ἥσυχος, ἐλαφρός, αὔρα Εὐρ. Κύκλ. 44. ΙΙ. ταχὺς ὡς ὁ ἄνεμος, Ἀνθ. Πλαν. 54. ΙΙΙ. = ὑπηνέμιος ΙΙ. 2, δόξαι, ἐπιθυμίαι Ἀλκίφρων 2. 2, 7. πρβλ. Δίωνα Χρυσόστ. 1. 499.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est à l’abri du vent : ἐκ τοῦ ὑπηνέμου XÉN du côté abrité du vent.
Étymologie: ὑπό, ἄνεμος.