φυκτός: Difference between revisions
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φυκτός''': -ή, -όν, ἀρχαιότερος καὶ ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[φευκτός]], ὃν δύναταί τις νὰ ἐκφύγῃ ἢ ἀποφύγῃ, [[οὐκέτι]] φυκτὰ πέλονται Ἰλ. Π. 128, Ὀδ. Θ. 299, Ξ. 489. | |lstext='''φυκτός''': -ή, -όν, ἀρχαιότερος καὶ ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[φευκτός]], ὃν δύναταί τις νὰ ἐκφύγῃ ἢ ἀποφύγῃ, [[οὐκέτι]] φυκτὰ πέλονται Ἰλ. Π. 128, Ὀδ. Θ. 299, Ξ. 489. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><i>adj. verb. de</i> [[φεύγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, older and poet. form of φευκτός,
A to be shunned or escaped, avoidable, οὐκέτι φυκτὰ πέλωνται Il.16.128, cf. Od.8.299, 14.489.
German (Pape)
[Seite 1313] bloß poet. adj. verb. von φεύγω, dem man entfliehen kann, vermeidlich, οὐκέτι φυκτὰ πέλονται, Il. 16, 128 Od. 8, 299. 14, 489; – auch = geflohen, vermieden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φυκτός: -ή, -όν, ἀρχαιότερος καὶ ποιητ. τύπος τοῦ φευκτός, ὃν δύναταί τις νὰ ἐκφύγῃ ἢ ἀποφύγῃ, οὐκέτι φυκτὰ πέλονται Ἰλ. Π. 128, Ὀδ. Θ. 299, Ξ. 489.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
adj. verb. de φεύγω.