ὡρονόμος: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὡρονόμος''': -ον, ὁ, ὁ διαιρῶν τὴν ὥραν, δηλ. ἡλιακὸν ἢ [[ἄλλο]] [[ὡρολόγιον]], Ἀνθ. Π. 14. 6, πρβλ. [[ὡρόμαντις]]. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρολογίᾳ, ὁ διοικῶν τὴν ὥραν, ἐπὶ τοῦ πλανήτου [[ὅστις]] [[εἶναι]] [[ὑπὲρ]] τὸν ὁρίζοντα κατὰ τὴν ὥραν τῆς γεννήσεως τινος, ὁ κυριεύων [[πλανήτης]], Μανέθων 1. 30, 262., 3. 120. | |lstext='''ὡρονόμος''': -ον, ὁ, ὁ διαιρῶν τὴν ὥραν, δηλ. ἡλιακὸν ἢ [[ἄλλο]] [[ὡρολόγιον]], Ἀνθ. Π. 14. 6, πρβλ. [[ὡρόμαντις]]. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρολογίᾳ, ὁ διοικῶν τὴν ὥραν, ἐπὶ τοῦ πλανήτου [[ὅστις]] [[εἶναι]] [[ὑπὲρ]] τὸν ὁρίζοντα κατὰ τὴν ὥραν τῆς γεννήσεως τινος, ὁ κυριεύων [[πλανήτης]], Μανέθων 1. 30, 262., 3. 120. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui règle <i>ou</i> indique les heures ; ὁ [[ὡρονόμος]] horloge.<br />'''Étymologie:''' [[ὥρα]], [[νόμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A hour-divider, i.e. a dial or clock, AP14.6; cf. ὡρόμαντις. II in Astrology, = ὡροσκόπος 11.1, ascendant, Man.1.30, 262, 3.120, Doroth. ap. Heph. Astr.2.24. 2 name of certain deities, οἱ δεκαδάρχαι καὶ ζῳδιοκράτορες καὶ ὡρονόμοι καὶ κραταιοί Dam.Pr.351.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρονόμος: -ον, ὁ, ὁ διαιρῶν τὴν ὥραν, δηλ. ἡλιακὸν ἢ ἄλλο ὡρολόγιον, Ἀνθ. Π. 14. 6, πρβλ. ὡρόμαντις. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρολογίᾳ, ὁ διοικῶν τὴν ὥραν, ἐπὶ τοῦ πλανήτου ὅστις εἶναι ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα κατὰ τὴν ὥραν τῆς γεννήσεως τινος, ὁ κυριεύων πλανήτης, Μανέθων 1. 30, 262., 3. 120.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui règle ou indique les heures ; ὁ ὡρονόμος horloge.
Étymologie: ὥρα, νόμος.