χλιδαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χλῐδαίνομαι''': Παθ., εἶμαι [[τρυφηλός]], θρύπτομαι, ἁβρότητι χλιδαίνεσθαι, διάγειν ἐν χλιδῇ, δηλ. τρυφῇ Ξεν. Συμπ. 8. 8.
|lstext='''χλῐδαίνομαι''': Παθ., εἶμαι [[τρυφηλός]], θρύπτομαι, ἁβρότητι χλιδαίνεσθαι, διάγειν ἐν χλιδῇ, δηλ. τρυφῇ Ξεν. Συμπ. 8. 8.
}}
{{bailly
|btext=s’abandonner à la mollesse.<br />'''Étymologie:''' [[χλιδή]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλῐδαίνομαι Medium diacritics: χλιδαίνομαι Low diacritics: χλιδαίνομαι Capitals: ΧΛΙΔΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: chlidaínomai Transliteration B: chlidainomai Transliteration C: chlidainomai Beta Code: xlidai/nomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be luxurious, ἁβρότητι χλιδαίνεσθαι revel in luxury, lead a voluptuous, sensual life, X.Smp.8.8.

Greek (Liddell-Scott)

χλῐδαίνομαι: Παθ., εἶμαι τρυφηλός, θρύπτομαι, ἁβρότητι χλιδαίνεσθαι, διάγειν ἐν χλιδῇ, δηλ. τρυφῇ Ξεν. Συμπ. 8. 8.

French (Bailly abrégé)

s’abandonner à la mollesse.
Étymologie: χλιδή.