ὑπέρτασις: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπέρτᾰσις''': -εως, ἡ, ὑπερβάλλουσα [[ἔντασις]], τῶν νεύρων Ζωναρ. Χρον. τ. 1, σ. 39., τ. 2. σ. 8, κλπ.· ὑπ. ὑπέρ τι, [[ὕψωσις]] [[ὑπεράνω]] τινός, Μᾶρκ. Ἀντων. 10. 8. | |lstext='''ὑπέρτᾰσις''': -εως, ἡ, ὑπερβάλλουσα [[ἔντασις]], τῶν νεύρων Ζωναρ. Χρον. τ. 1, σ. 39., τ. 2. σ. 8, κλπ.· ὑπ. ὑπέρ τι, [[ὕψωσις]] [[ὑπεράνω]] τινός, Μᾶρκ. Ἀντων. 10. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />tension excessive ; élévation.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερτείνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A excessive tension, Anon.Lond.2.28. 2 ὑ. ὑπέρ τι elevation above... M.Ant.10.8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρτᾰσις: -εως, ἡ, ὑπερβάλλουσα ἔντασις, τῶν νεύρων Ζωναρ. Χρον. τ. 1, σ. 39., τ. 2. σ. 8, κλπ.· ὑπ. ὑπέρ τι, ὕψωσις ὑπεράνω τινός, Μᾶρκ. Ἀντων. 10. 8.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
tension excessive ; élévation.
Étymologie: ὑπερτείνω.