φιλοψυχέω: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοψῡχέω''': ἀγαπῶ τὴν ζωήν μου, συμπαρομαρτούσης καὶ τῆς σημασίας τῆς δειλίας, εἶμαι [[δειλός]], [[μικρόψυχος]], Τυρταῖος 7. 18, Εὐρ. Ἑκ. 315, [[Ἡρακλ]]. 518, 533, Δημ. 1397. 27, κλπ.· [[ὑπὲρ]] τῆς ἀρετῆς Λυσίας 193. 2. | |lstext='''φῐλοψῡχέω''': ἀγαπῶ τὴν ζωήν μου, συμπαρομαρτούσης καὶ τῆς σημασίας τῆς δειλίας, εἶμαι [[δειλός]], [[μικρόψυχος]], Τυρταῖος 7. 18, Εὐρ. Ἑκ. 315, [[Ἡρακλ]]. 518, 533, Δημ. 1397. 27, κλπ.· [[ὑπὲρ]] τῆς ἀρετῆς Λυσίας 193. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />aimer la vie, tenir à la vie ; être lâche.<br />'''Étymologie:''' [[φιλόψυχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
A love one's life, with collat. sense of to be cowardly or faint-hearted, Tyrt.10.18, E.Hec.315, Heracl.518,533, D.60.28, etc.; φ. ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς Lys.2.25.
German (Pape)
[Seite 1289] sein Leben lieben, schonen, furchtsam, zaghaft sein; Tyrt. 1, 18; Eur. Hec. 315 Mel. 1385 u. öfter; Lys. 2, 25; vgl. Phryn. in B. A. 71; – φιλοψυχητέον, man muß das Leben lieben, Plat. Gorg. 512 e.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοψῡχέω: ἀγαπῶ τὴν ζωήν μου, συμπαρομαρτούσης καὶ τῆς σημασίας τῆς δειλίας, εἶμαι δειλός, μικρόψυχος, Τυρταῖος 7. 18, Εὐρ. Ἑκ. 315, Ἡρακλ. 518, 533, Δημ. 1397. 27, κλπ.· ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς Λυσίας 193. 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aimer la vie, tenir à la vie ; être lâche.
Étymologie: φιλόψυχος.