φωλεία: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φωλεία''': ἡ, φωλεύειν ἐν καταστάσει νάρκης, ἡ χειμερινὴ [[νάρκη]] τῶν ἄρκτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 14, Αἰλιαν. περὶ Ζῴων 6. 3 (ἐν Θεοφρ. Ἀποσπ. 4, 63, φωλίαις)· ― ἡ [[πάχυνσις]] αὐτῶν κατὰ τὸν χρόνον τοῦτον λογίζεται ὡς [[νόσος]], Αἰλ. π. Ζῴων 6. 3, Πλούτ. 2. 971D ([[ἔνθα]] κοινῶς φέρεται φωλίαν). 2) ἐπὶ ἰχθύων, Θεοφρ. Ἀποσπ. 171. 7. 3) ἐπὶ κοχλιῶν, [[αὐτόθι]] 176.
|lstext='''φωλεία''': ἡ, φωλεύειν ἐν καταστάσει νάρκης, ἡ χειμερινὴ [[νάρκη]] τῶν ἄρκτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 14, Αἰλιαν. περὶ Ζῴων 6. 3 (ἐν Θεοφρ. Ἀποσπ. 4, 63, φωλίαις)· ― ἡ [[πάχυνσις]] αὐτῶν κατὰ τὸν χρόνον τοῦτον λογίζεται ὡς [[νόσος]], Αἰλ. π. Ζῴων 6. 3, Πλούτ. 2. 971D ([[ἔνθα]] κοινῶς φέρεται φωλίαν). 2) ἐπὶ ἰχθύων, Θεοφρ. Ἀποσπ. 171. 7. 3) ἐπὶ κοχλιῶν, [[αὐτόθι]] 176.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> habitation dans une caverne, dans une tanière;<br /><b>2</b> sorte de maladie des ours.<br />'''Étymologie:''' [[φωλεύω]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωλεία Medium diacritics: φωλεία Low diacritics: φωλεία Capitals: ΦΩΛΕΙΑ
Transliteration A: phōleía Transliteration B: phōleia Transliteration C: foleia Beta Code: fwlei/a

English (LSJ)

or φωλ-ία, ἡ,

   A life in a hole or cave, of the hibernation of bears, Arist.HA600b18, Thphr.Od.63 (pl.), Ael.NA6.3; τὸ πάθος ὃ καλοῦσι φ. Plu.2.971d.    2 of fishes, Thphr.Fr.171.7 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1321] ἡ, Aufenthalt oder Leben in einer Höhle, bes. der Winterschlaf der Bären u. Dachse in Höhlen, Arist. H. A. 8, 13.

Greek (Liddell-Scott)

φωλεία: ἡ, φωλεύειν ἐν καταστάσει νάρκης, ἡ χειμερινὴ νάρκη τῶν ἄρκτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 14, Αἰλιαν. περὶ Ζῴων 6. 3 (ἐν Θεοφρ. Ἀποσπ. 4, 63, φωλίαις)· ― ἡ πάχυνσις αὐτῶν κατὰ τὸν χρόνον τοῦτον λογίζεται ὡς νόσος, Αἰλ. π. Ζῴων 6. 3, Πλούτ. 2. 971D (ἔνθα κοινῶς φέρεται φωλίαν). 2) ἐπὶ ἰχθύων, Θεοφρ. Ἀποσπ. 171. 7. 3) ἐπὶ κοχλιῶν, αὐτόθι 176.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 habitation dans une caverne, dans une tanière;
2 sorte de maladie des ours.
Étymologie: φωλεύω.