ψαῦσις: Difference between revisions
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψαῦσις''': -εως, ἡ, τὸ ψαύειν, [[ἐπαφή]], Πλούτ. 2. 683C, κλ. πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 139· - [[μάλιστα]] ἐπὶ ἐραστῶν, [[θωπεία]] ἐρωτική, φιλήματα καὶ ψαύσεις Πλουτ. Ἀλκιβ. 4. | |lstext='''ψαῦσις''': -εως, ἡ, τὸ ψαύειν, [[ἐπαφή]], Πλούτ. 2. 683C, κλ. πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 139· - [[μάλιστα]] ἐπὶ ἐραστῶν, [[θωπεία]] ἐρωτική, φιλήματα καὶ ψαύσεις Πλουτ. Ἀλκιβ. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de toucher, de tâter;<br /><b>2</b> action de caresser, caresse.<br />'''Étymologie:''' [[ψαύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A touching, contact, Democr.11, Plu.2.683c, Sor. Fract.13, Gal.18(2).786:—esp. of lovers, caress, φιλήματων καὶ ψαύσεως Plu.Alc.4, cf. 2.768b.
German (Pape)
[Seite 1392] ἡ, dat Berühren, die Berührung, Plut. Alcib. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ψαῦσις: -εως, ἡ, τὸ ψαύειν, ἐπαφή, Πλούτ. 2. 683C, κλ. πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 139· - μάλιστα ἐπὶ ἐραστῶν, θωπεία ἐρωτική, φιλήματα καὶ ψαύσεις Πλουτ. Ἀλκιβ. 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de toucher, de tâter;
2 action de caresser, caresse.
Étymologie: ψαύω.