χεριάρης: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χεριάρης''': [ᾰ], -ου, ὁ, [[δεξιός]], [[ἔμπειρος]] εἰς ἔργα διὰ χειρῶν γινόμενα, χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλα Πινδ. Π. 5. 47. | |lstext='''χεριάρης''': [ᾰ], -ου, ὁ, [[δεξιός]], [[ἔμπειρος]] εἰς ἔργα διὰ χειρῶν γινόμενα, χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλα Πινδ. Π. 5. 47. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=αρα;<br /><i>adj. m.</i><br />adroit de ses mains, habile.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], ἄρω. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A skilled in fitting with the hand, dexterous, τέκτονες Pi.P.5.35.
German (Pape)
[Seite 1349] ὁ, = χερήρης, τέκτονες, Pind. P. 5, 35.
Greek (Liddell-Scott)
χεριάρης: [ᾰ], -ου, ὁ, δεξιός, ἔμπειρος εἰς ἔργα διὰ χειρῶν γινόμενα, χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλα Πινδ. Π. 5. 47.
French (Bailly abrégé)
αρα;
adj. m.
adroit de ses mains, habile.
Étymologie: χείρ, ἄρω.