φαρμακευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαρμᾰκευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φάρμακα ἢ φαρμακοποιΐαν, [[ἰατρικός]], Πλάτ. Τίμ. 89Β· ― ἡ φαρμακευτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = [[φαρμακεία]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν χειρουργικήν, Διογ. Λ. 3. 85, Γαλην. VI, 22C, D., 33F.
|lstext='''φαρμᾰκευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φάρμακα ἢ φαρμακοποιΐαν, [[ἰατρικός]], Πλάτ. Τίμ. 89Β· ― ἡ φαρμακευτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = [[φαρμακεία]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν χειρουργικήν, Διογ. Λ. 3. 85, Γαλην. VI, 22C, D., 33F.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la préparation <i>ou</i> l’administration des médicaments.<br />'''Étymologie:''' [[φαρμακεύω]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκευτικός Medium diacritics: φαρμακευτικός Low diacritics: φαρμακευτικός Capitals: ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pharmakeutikós Transliteration B: pharmakeutikos Transliteration C: farmakeftikos Beta Code: farmakeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or by means of drugs or pharmacy, κάθαρσις Pl.Ti.89b: ἡ -κή (sc. τέχνη), = φαρμακεία, opp. surgery. Gal.15.425, D.L. 3.85; φ. ἰατρός one who prescribes drugs, Gal.Thras.24.

German (Pape)

[Seite 1256] zum φαρμακευτής gehörig, von ihm kommend; κάθαρσις Plat. Tim. 89 b; ἡ φαρμακευτική, sc. τέχνη, die Kenntniß der Arzneimittel, die Lehre von denselben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φάρμακα ἢ φαρμακοποιΐαν, ἰατρικός, Πλάτ. Τίμ. 89Β· ― ἡ φαρμακευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), = φαρμακεία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν χειρουργικήν, Διογ. Λ. 3. 85, Γαλην. VI, 22C, D., 33F.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la préparation ou l’administration des médicaments.
Étymologie: φαρμακεύω.