ὀρυκτός: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> creusé;<br /><b>2</b> tiré de la terre, minéral, fossile.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρύττω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> creusé;<br /><b>2</b> tiré de la terre, minéral, fossile.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρύττω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[ὀρύσσω]]): dug. (Il.) | |||
}} | }} |
Revision as of 15:24, 15 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A dug, formed by digging, τάφρον ὑπερθορέονται ὀρυκτήν Il.8.179, al., cf. X.An.1.7.14; opp. a natural channel, στόματα, opp.ἰθαγενέα, Hdt.2.17 ; λίμνη ib.149; τάφος E.Tr.1153 ; εἴσοδοι X.An.4.5.25 ; ἀποθῆκαι ὀ. ὑπόγειοι Plu.2.770e. II dug out, quarried, of stone or metal, τὰ ὀ., opp. τὰ μεταλλευτά, Arist.Mete.378a20; ὀ. χρυσός Plb.34.10.10 ; ἅλες Gal.11.694 ; ἅλς Dsc.5.109 ; ἰχθῦς ὀ. fish taken by digging in sand, such as sand-eels, Arist.Mir.835b16, Thphr. Fr.171.7, cf. Ath.8.331c, Archestr.Fr.22.
German (Pape)
[Seite 388] gegraben; τάφρος, Il. 16, 369, öfter in derselben Vrbdg; τάφος, Eur. Troad. 1153; ὀρυκτὴ τάφρος, Xen. An. 1, 7, 14; Sp., χρυσός, durch Bergbau gewonnenes Gold, Pol. 34, 10, 10, ἰχθῦς, fossile Fische, Ath. VII, 331, vgl. auch 325 e.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρυκτός: -ή, -όν, ἐσκαμμένος, διὰ σκαφῆς σχηματισθείς, τάφρον ὑπερθορέονται ὀρυκτὴν Ἰλ. Θ. 179, κ. ἀλλ.· κατ’ ἀντιθ. πρὸς φυσικὸν ὀχετόν, Ἡρόδ. 2. 17, 149, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 7, 14· τάφος Εὐρ. Τρῳ. 1153· εἴσοδος Ξεν. Ἀν. 4. 5. 25· ἀποθῆκαι ὀρ. ὑπόγειοι Πλούτ. 2. 770Ε. ΙΙ. ὁ ἐκσκαφείς, διὰ σκαφῆς λαμβανόμενος, ἐπὶ λίθων ἢ μετάλλων, τὰ ὀρυκτά, ἐναντίον πρὸς τὰ μεταλλευτά, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 10· ὀρ. χρυσὸς Πολύβ. 34. 10, 10· ἅλες Διοσκ. 5. 126· ἰχθῦς ὀρ., ἰχθύες τινὲς λαμβανόμενοι ἀνασκαπτομένης τῆς ἄμμου, εἶδος ἐγχέλεων τῆς ἄμμου, (εὑρίσκονται ὀρυττόμενοι Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9. 11), ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 73, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 7, πρβλ. Ἀθήν. 331C, 326Ϝ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 creusé;
2 tiré de la terre, minéral, fossile.
Étymologie: ὀρύττω.
English (Autenrieth)
(ὀρύσσω): dug. (Il.)