ἐπιπλάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_13a) |
(Autenrieth) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιπλάζομαι''': μέλλ. -πλάγξομαι: ἀόρ. ἐπεπλάγχθην, Παθ. Περιπλανῶμαι, περιφέρομαι ἐπί τινος, πόντον ἐπιπλαγχθεὶς Ὀδ. Θ. 14· πόντον ἐπιπλάγξασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1066. - Τὸ ἐνεργ. κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 127. | |lstext='''ἐπιπλάζομαι''': μέλλ. -πλάγξομαι: ἀόρ. ἐπεπλάγχθην, Παθ. Περιπλανῶμαι, περιφέρομαι ἐπί τινος, πόντον ἐπιπλαγχθεὶς Ὀδ. Θ. 14· πόντον ἐπιπλάγξασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1066. - Τὸ ἐνεργ. κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 127. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=aor. [[pass]]. [[part]]. -πλαγχθείς: [[drift]] [[over]]; πόντον, Od. 8.14†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:28, 15 August 2017
English (LSJ)
fut. -πλάγξομαι: aor. I ἐπεπλάγχθην:—
A wander about over, πόντον ἐπιπλαγχθείς Od.8.14; πόντον ἐπιπλάγξεσθαι A.R.3.1066:—later in Act., Nic.Al.127.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπλάζομαι: μέλλ. -πλάγξομαι: ἀόρ. ἐπεπλάγχθην, Παθ. Περιπλανῶμαι, περιφέρομαι ἐπί τινος, πόντον ἐπιπλαγχθεὶς Ὀδ. Θ. 14· πόντον ἐπιπλάγξασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1066. - Τὸ ἐνεργ. κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 127.