σᾶμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(6_21)
(sl1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾶμα''': τό, Δωρικ. ἀντὶ [[σῆμα]], Πίνδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σᾶμα]]· [[μνῆμα]], Δωριεῖς δὲ [[στοιχεῖον]]».
|lstext='''σᾶμα''': τό, Δωρικ. ἀντὶ [[σῆμα]], Πίνδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σᾶμα]]· [[μνῆμα]], Δωριεῖς δὲ [[στοιχεῖον]]».
}}
{{Slater
|sltr=<b>ςᾱμα</b> (σάματι, [[σᾶμα]], σάμασιν.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[indication]] θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (P. 4.199) πολέμοιο δὲ [[σᾶμα]] φέρεις; (Scaliger: δις [[ἅμα]] codd. Dion. Hal.) (Pae. 9.13) [[fig]]., πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν (sc. τῆς φόρμιγγος: i. e. notes) (P. 1.3)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[tomb]] ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος (O. 10.24) τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι (P. 9.82) ἀφνεὸς [[πενιχρός]] τε θανάτου παρὰ [[σᾶμα]] νέονται ([[πέρας]] [[ἅμα]] coni. Weiseler) (N. 7.20) Ἀμ] φιτρύωνί τε [[σᾶμα]] [[χέω]] [ν fr. 169. 48.
}}
}}

Revision as of 12:22, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾶμα Medium diacritics: σᾶμα Low diacritics: σάμα Capitals: ΣΑΜΑ
Transliteration A: sâma Transliteration B: sama Transliteration C: sama Beta Code: sa=ma

English (LSJ)

τό, Dor. for σῆμα (q.v.).

German (Pape)

[Seite 860] τό, σαμαίνω, dor. statt σῆμα, σημαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

σᾶμα: τό, Δωρικ. ἀντὶ σῆμα, Πίνδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σᾶμα· μνῆμα, Δωριεῖς δὲ στοιχεῖον».

English (Slater)

ςᾱμα (σάματι, σᾶμα, σάμασιν.)
   a indication θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (P. 4.199) πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις; (Scaliger: δις ἅμα codd. Dion. Hal.) (Pae. 9.13) fig., πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν (sc. τῆς φόρμιγγος: i. e. notes) (P. 1.3)
   b tomb ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος (O. 10.24) τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι (P. 9.82) ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται (πέρας ἅμα coni. Weiseler) (N. 7.20) Ἀμ] φιτρύωνί τε σᾶμα χέω [ν fr. 169. 48.