Σικελία: Difference between revisions
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
(sl1) |
(sl1_repeat) |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>Σῐκελία</b> the [[island]].<br /> <b>1</b>ἐν πολυμήλῳ Σικελίᾳ (O. 1.12) Σικελίας τ' [[ἔσαν]] [[ὀφθαλμός]] (O. 2.9) [[ταί]] θ' [[ὑπὲρ]] Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι [[Σικελία]] τ [[αὐτοῦ]] πιέζει στέρνα λαχνάεντα (i. e. Τυφῶνος) (P. 1.19) κατένευσέν τέ οἱ χαίταις, ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν πίειραν ὀρθώσειν κορυφαῖς [[πολίων]] ἀφνεαῖς (N. 1.15) ἀπὸ [[τᾶς]] ἀγλαοκάρπου Σικελίας [[ὄχημα]] δαιδάλεον ματεύειν fr. 106. 7. | |sltr=<b>Σῐκελία</b> the [[island]].<br /> <b>1</b> ἐν πολυμήλῳ Σικελίᾳ (O. 1.12) Σικελίας τ' [[ἔσαν]] [[ὀφθαλμός]] (O. 2.9) [[ταί]] θ' [[ὑπὲρ]] Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι [[Σικελία]] τ [[αὐτοῦ]] πιέζει στέρνα λαχνάεντα (i. e. Τυφῶνος) (P. 1.19) κατένευσέν τέ οἱ χαίταις, ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν πίειραν ὀρθώσειν κορυφαῖς [[πολίων]] ἀφνεαῖς (N. 1.15) ἀπὸ [[τᾶς]] ἀγλαοκάρπου Σικελίας [[ὄχημα]] δαιδάλεον ματεύειν fr. 106. 7. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 17 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, Sicily, Pi.P.1.19, al., Hdt.1.24, etc.: hence Σῐκελίδης, ου, ὁ, Dor. Σικελίδας, name given by Theoc. (7.40) to Asclepiades, and variously expld. in Sch.ad loc. [Σῑ- in dactylics, as ἄρχετε Σῑκελικαί . ., Mosch.3.8, etc.;
A Σῑκελίδας Theoc. l.c.]
Greek (Liddell-Scott)
Σῐκελία: ἡ, Πίνδ., Ἡρόδ., κλπ.· ἐντεῦθεν Σικελίδης, ου, ὁ, Σικελός, Θεόκρ., κλπ.· Σικελίᾱθεν. ἐκ Σικελίας, Εὐστ. Πονημάτ. 275. 84. [Σῑ-, ἐν δακτυλικοῖς μέτροις, οἷον, ἄρχετε Σῑκελικαί ... Βίων 1. 8, κτλ.· Σῑκελίδας, Θεόκρ. 7. 40· πρβλ. Οὐεργιλ. Ἐκλογ. 4. 1].
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Sicile.
Étymologie: Σικελός.
English (Slater)
Σῐκελία the island.
1 ἐν πολυμήλῳ Σικελίᾳ (O. 1.12) Σικελίας τ' ἔσαν ὀφθαλμός (O. 2.9) ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα (i. e. Τυφῶνος) (P. 1.19) κατένευσέν τέ οἱ χαίταις, ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν πίειραν ὀρθώσειν κορυφαῖς πολίων ἀφνεαῖς (N. 1.15) ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ὄχημα δαιδάλεον ματεύειν fr. 106. 7.