μελαντειχής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(sl1_repeat)
(slb)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />aux murs noirs.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[τεῖχος]].
|btext=ής, ές :<br />aux murs noirs.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[τεῖχος]].
}}
{{Slater
|sltr=[[μελαντειχής]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[black]] walls μελαντειχέα [[νῦν]] δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (μειλαντειχέα Maas) (O. 14.20)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μελαντειχής]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[black]] walls μελαντειχέα [[νῦν]] δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (μειλαντειχέα Maas) (O. 14.20)
|sltr=[[μελαντειχής]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[black]] walls μελαντειχέα [[νῦν]] δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (μειλαντειχέα Maas) (O. 14.20)
}}
}}

Revision as of 12:36, 17 August 2017

German (Pape)

[Seite 120] δόμος, Περσεφόνης, mit schwarzen Mauern, Pind. Ol. 14, 20.

Greek (Liddell-Scott)

μελαντειχής: -ές, ὁ ἔχων μέλανα τείχη, δόμος Περσεφόνης Πινδ. Ο. 14. 28, ἔνθα ὁ Bückh μελανοτειχής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux murs noirs.
Étymologie: μέλας, τεῖχος.

English (Slater)

μελαντειχής
   1 with black walls μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (μειλαντειχέα Maas) (O. 14.20)

English (Slater)

μελαντειχής
   1 with black walls μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (μειλαντειχέα Maas) (O. 14.20)