Πυθών: Difference between revisions

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶνος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[Πυθώ]].
|btext=ῶνος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[Πυθώ]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>Πῡθών</b> (-ῶνος, -ῶνι, -ῶνα: -ῶνάδε; -ωνόθεν.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[Pytho]], [[Delphi]] ἐν δὲ Πυθῶνι χρησθὲν παλαίφατον τέλεσσεν (O. 2.39) Ὀλυμπίᾳ μὲν Πυθῶνι δὲ [[Ἰσθμοῖ]] τε (O. 2.49) πετραέσσας ἐκ Πυθῶνος (O. 6.48) Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος (O. 12.18) ἐν δ' [[ἄρα]] μηλοδόκῳ Πυθῶνι (P. 3.27) Λατοίδαισιν Πυθῶνί τ (P. 4.3) Πυθῶνι δίᾳ (P. 7.11) Πυθῶνος ἐν γυάλοις (P. 8.63) ἐν Πυθῶνι ἀγαθέᾳ (P. 9.71) [[ὄφρα]] Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ (P. 11.9) [[δέξαι]] [[στεφάνωμα]] τόδ' ἐκ Πυθῶνος (P. 12.5) ἐν ἀγαθέᾳ Πυθῶνι κράτησεν (N. 6.35) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (N. 9.5) ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι (N. 10.25) ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων (N. 11.23) -ῶνάδε, ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ [[ἰών]] (O. 6.37) πτερόεντα δ' [[ἵει]] γλυκὺν Πυθῶνάδ ὀιστόν (O. 9.12) -ωνό- [[θεν]], ἔχοντα [[Πυθωνόθεν]] τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν [[μέλος]] [[χαρίεν]] (P. 5.105) Πυ] θωνόθ [εν (Pae. 6.72)
}}
{{Slater
|sltr=<b>Πῡθών</b> (-ῶνος, -ῶνι, -ῶνα: -ῶνάδε; -ωνόθεν.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[Pytho]], [[Delphi]] ἐν δὲ Πυθῶνι χρησθὲν παλαίφατον τέλεσσεν (O. 2.39) Ὀλυμπίᾳ μὲν Πυθῶνι δὲ [[Ἰσθμοῖ]] τε (O. 2.49) πετραέσσας ἐκ Πυθῶνος (O. 6.48) Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος (O. 12.18) ἐν δ' [[ἄρα]] μηλοδόκῳ Πυθῶνι (P. 3.27) Λατοίδαισιν Πυθῶνί τ (P. 4.3) Πυθῶνι δίᾳ (P. 7.11) Πυθῶνος ἐν γυάλοις (P. 8.63) ἐν Πυθῶνι ἀγαθέᾳ (P. 9.71) [[ὄφρα]] Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ (P. 11.9) [[δέξαι]] [[στεφάνωμα]] τόδ' ἐκ Πυθῶνος (P. 12.5) ἐν ἀγαθέᾳ Πυθῶνι κράτησεν (N. 6.35) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (N. 9.5) ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι (N. 10.25) ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων (N. 11.23) -ῶνάδε, ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ [[ἰών]] (O. 6.37) πτερόεντα δ' [[ἵει]] γλυκὺν Πυθῶνάδ ὀιστόν (O. 9.12) -ωνό- [[θεν]], ἔχοντα [[Πυθωνόθεν]] τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν [[μέλος]] [[χαρίεν]] (P. 5.105) Πυ] θωνόθ [εν (Pae. 6.72)
}}
}}

Revision as of 13:03, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πῡθών Medium diacritics: Πυθών Low diacritics: Πυθών Capitals: ΠΥΘΩΝ
Transliteration A: Pythṓn Transliteration B: Pythōn Transliteration C: Python Beta Code: *puqw/n

English (LSJ)

ῶνος, ἡ,= Πυθώ, Il.2.519, h.Merc.178, Simon.125, Pi.O.6.48, S.OT152 (lyr.), Ar.Ra.659, al.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ἡ) :
c. Πυθώ.