συμπίτνω: Difference between revisions

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[συμπίπτω]];<br /><b>1</b> tomber <i>ou</i> se heurter ensemble;<br /><b>2</b> tomber ensemble sur, rencontrer, τινι ; <i>abs.</i> se rencontrer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πίτνω]].
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[συμπίπτω]];<br /><b>1</b> tomber <i>ou</i> se heurter ensemble;<br /><b>2</b> tomber ensemble sur, rencontrer, τινι ; <i>abs.</i> se rencontrer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πίτνω]].
}}
{{Slater
|sltr=[[συμπίτνω]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fall]] [[along]] [[with]] in [[wrestling]]. ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ [[βαρύς]] (ἀκμᾷ Pauw: αἰχμᾷ codd.: sc. Μέλισσος) (I. 4.51)
}}
{{Slater
|sltr=[[συμπίτνω]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fall]] [[along]] [[with]] in [[wrestling]]. ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ [[βαρύς]] (ἀκμᾷ Pauw: αἰχμᾷ codd.: sc. Μέλισσος) (I. 4.51)
}}
}}

Revision as of 13:07, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπίτνω Medium diacritics: συμπίτνω Low diacritics: συμπίτνω Capitals: ΣΥΜΠΙΤΝΩ
Transliteration A: sympítnō Transliteration B: sympitnō Transliteration C: sympitno Beta Code: sumpi/tnw

English (LSJ)

poet. for συμπίπτω,

   A fall or dash together, of waves, A. Pr.432 (lyr.).    II concur, πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν συμπίτνουσιν ἵμεροι Id.Ch.299; δίκᾳ . . οὐ σ. κακόν E.Hec.1029 (lyr., dub. l.); δεινόν γε, θνητοῖς ὡς ἅπαντα σ. ib.846; μοι ἐς ταὐτὸν . . σ. meets me exactly here, ib. 966.

Greek (Liddell-Scott)

συμπίτνω: ποιητ. ἀντὶ συμπίπτω ὅταν ἡ λήγουσα πρέπῃ νὰ εἶναι βραχεῖα (ἴδε ἐν λ. πίτνω), ἐπὶ κυμάτων συμπιπτόντων κατ’ ἀλλήλων, Αἰσχύλ. Πρ. 432. ΙΙ. βοηθῶ, συνεργῶ, συντρέχω, πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵμεροι Αἰσχύλ. Χο. 299· δίκᾳ... οὐ ξ. κακὸν Εὐρ. Ἑκ. 1030· δεινόν γε, θνητοῖς ὡς ἅπαντα σ. αὐτόθι 846· ἐς ταυτὸν ἥδε συμπίτνει δμωὶς σέθεν, μὲ συναντᾷ ἀκριβῶς ἐδῶ, αὐτόθι 966.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
συμπίπτω;
1 tomber ou se heurter ensemble;
2 tomber ensemble sur, rencontrer, τινι ; abs. se rencontrer.
Étymologie: σύν, πίτνω.