ἀκαμαντοχάρμας: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6_4) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκᾰμαντοχάρμας''': α, ὁ, [[ἀκάματος]] ἐν πολέμῳ, Πινδ. Ἀποσπ. 179· κατὰ κλητ. ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (κατὰ συνεκδρομὴν τοῦ Αἶαν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Χοιροβοσκός, 106, 128. Gaisf.). | |lstext='''ἀκᾰμαντοχάρμας''': α, ὁ, [[ἀκάματος]] ἐν πολέμῳ, Πινδ. Ἀποσπ. 179· κατὰ κλητ. ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (κατὰ συνεκδρομὴν τοῦ Αἶαν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Χοιροβοσκός, 106, 128. Gaisf.). | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ᾰκᾰμαντοχάρμας</b> <br /> <b>1</b> [[untiring]] in [[battle]] ὑπερμενὲς ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (voc., v. Herodian., 2. 659, 26, [[ὅτι]] ἢ κατὰ συνεκδρομὴν [[τοῦ]] Αἶαν ἐγένετο ἀκαμαντοχάρμαν [[μετὰ]] [[τοῦ]] ν, ἢ διὰ τὴν ἐπαλληλίαν [[τῶν]] φωνηέντων. v. Kambylis, Anredeformen, 135.) fr. 184. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 17 August 2017
English (LSJ)
α, ὁ,
A unwearied in fight, Pi.Fr.184, in voc. ἀκαμαντοχάρμᾰν Αἶαν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰμαντοχάρμας: α, ὁ, ἀκάματος ἐν πολέμῳ, Πινδ. Ἀποσπ. 179· κατὰ κλητ. ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (κατὰ συνεκδρομὴν τοῦ Αἶαν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Χοιροβοσκός, 106, 128. Gaisf.).
English (Slater)
ᾰκᾰμαντοχάρμας
1 untiring in battle ὑπερμενὲς ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (voc., v. Herodian., 2. 659, 26, ὅτι ἢ κατὰ συνεκδρομὴν τοῦ Αἶαν ἐγένετο ἀκαμαντοχάρμαν μετὰ τοῦ ν, ἢ διὰ τὴν ἐπαλληλίαν τῶν φωνηέντων. v. Kambylis, Anredeformen, 135.) fr. 184.