Ἕλλαν: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(21)
(21)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[Ἕλλην]].
|btext=<i>dor. c.</i> [[Ἕλλην]].
}}
{{Slater
|sltr=[[Ἕλλαν]] adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> Greek ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι (N. 10.25) pl. pro subs., καθ' Ἕλλανας (O. 1.116), (O. 6.71) τιμὰν, οἵαν [[οὔτις]] Ἑλλάνων δρέπει (P. 1.49) ([[Αἴας]]) μομφὰν [[ἔχει]] παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' [[ἔβαν]] (I. 4.36) [[βούλομαι]] παίδεσσιν Ἑλλάνων fr. 118.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[Ἕλλαν]] adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> Greek ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι (N. 10.25) pl. pro subs., καθ' Ἕλλανας (O. 1.116), (O. 6.71) τιμὰν, οἵαν [[οὔτις]] Ἑλλάνων δρέπει (P. 1.49) ([[Αἴας]]) μομφὰν [[ἔχει]] παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' [[ἔβαν]] (I. 4.36) [[βούλομαι]] παίδεσσιν Ἑλλάνων fr. 118.
|sltr=[[Ἕλλαν]] adj., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> Greek ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι (N. 10.25) pl. pro subs., καθ' Ἕλλανας (O. 1.116), (O. 6.71) τιμὰν, οἵαν [[οὔτις]] Ἑλλάνων δρέπει (P. 1.49) ([[Αἴας]]) μομφὰν [[ἔχει]] παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' [[ἔβαν]] (I. 4.36) [[βούλομαι]] παίδεσσιν Ἑλλάνων fr. 118.
}}
}}

Revision as of 14:01, 17 August 2017

French (Bailly abrégé)

dor. c. Ἕλλην.

English (Slater)

Ἕλλαν adj.,
   1 Greek ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι (N. 10.25) pl. pro subs., καθ' Ἕλλανας (O. 1.116), (O. 6.71) τιμὰν, οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει (P. 1.49) (Αἴας) μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν (I. 4.36) βούλομαι παίδεσσιν Ἑλλάνων fr. 118.

English (Slater)

Ἕλλαν adj.,
   1 Greek ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι (N. 10.25) pl. pro subs., καθ' Ἕλλανας (O. 1.116), (O. 6.71) τιμὰν, οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει (P. 1.49) (Αἴας) μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν (I. 4.36) βούλομαι παίδεσσιν Ἑλλάνων fr. 118.