εὐδοξία: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(21)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> bonne réputation, célébrité, gloire;<br /><b>2</b> bonne opinion, opinion favorable, confiance.<br />'''Étymologie:''' [[εὔδοξος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> bonne réputation, célébrité, gloire;<br /><b>2</b> bonne opinion, opinion favorable, confiance.<br />'''Étymologie:''' [[εὔδοξος]].
}}
{{Slater
|sltr=[[εὐδοξία]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[glory]] σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι (P. 5.8) συγγενεῖ δέ [[τις]] εὐδοξίᾳ [[μέγα]] βρίθει (N. 3.40) εὐδοξίας δ' [[ἐπίχειρα]] δε[ (Pae. 14.31)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[εὐδοξία]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[glory]] σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι (P. 5.8) συγγενεῖ δέ [[τις]] εὐδοξίᾳ [[μέγα]] βρίθει (N. 3.40) εὐδοξίας δ' [[ἐπίχειρα]] δε[ (Pae. 14.31)
|sltr=[[εὐδοξία]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[glory]] σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι (P. 5.8) συγγενεῖ δέ [[τις]] εὐδοξίᾳ [[μέγα]] βρίθει (N. 3.40) εὐδοξίας δ' [[ἐπίχειρα]] δε[ (Pae. 14.31)
}}
}}

Revision as of 14:02, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδοξία Medium diacritics: εὐδοξία Low diacritics: ευδοξία Capitals: ΕΥΔΟΞΙΑ
Transliteration A: eudoxía Transliteration B: eudoxia Transliteration C: evdoksia Beta Code: eu)doci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A good repute, honour, Simon.4.6, Pi.P.5.8, E.Tr.643, Isoc.11.29, etc., cf. Arist.Rh.1361a25; virtue, excellence, Pi.N.3.40: in pl., D. 18.322.    2 approval, μετ' εὐδοξίας πλήθους ἀριστοκρατία Pl.Mx. 238d.    II good judgement, opp. ἐπιστήμη, Id.Men.99b.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδοξία: ἡ, καλὴ φήμη, τιμή, δόξα, Σιμωνίδης 5, Πινδ. ΙΙ. 5. 9, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 8· ἀρετή, τὸ ἔξοχον, Πινδ. Ν. 3. 70· ἐν τῷ πληθ., Δημ. 332. 6. 2) ἐπιδοκιμασία, τοῦ πλήθους Πλάτ. Μενέξ. 238D. ΙΙ. καλὴ κρίσις, ἀντίθετον τῷ ἐπιστήμη, ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 99Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 bonne réputation, célébrité, gloire;
2 bonne opinion, opinion favorable, confiance.
Étymologie: εὔδοξος.

English (Slater)

εὐδοξία
   1 glory σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι (P. 5.8) συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει (N. 3.40) εὐδοξίας δ' ἐπίχειρα δε[ (Pae. 14.31)

English (Slater)

εὐδοξία
   1 glory σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι (P. 5.8) συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει (N. 3.40) εὐδοξίας δ' ἐπίχειρα δε[ (Pae. 14.31)