Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκειρεκόμας: Difference between revisions

From LSJ
(21)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{Slater
|sltr=<b>ἀκειρεκόμας</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[unshorn]] [[hair]] ἀκειρεκόμᾳ Φοίβῳ (v. l. ἀκερσεκόμᾳ.) (P. 3.14) τὸν ἀκειρεκόμαν Φοῖβον (codd.: ἀκερσεκόμαν Schr.) (I. 1.7) ]
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ἀκειρεκόμας</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[unshorn]] [[hair]] ἀκειρεκόμᾳ Φοίβῳ (v. l. ἀκερσεκόμᾳ.) (P. 3.14) τὸν ἀκειρεκόμαν Φοῖβον (codd.: ἀκερσεκόμαν Schr.) (I. 1.7) ]
|sltr=<b>ἀκειρεκόμας</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[unshorn]] [[hair]] ἀκειρεκόμᾳ Φοίβῳ (v. l. ἀκερσεκόμᾳ.) (P. 3.14) τὸν ἀκειρεκόμαν Φοῖβον (codd.: ἀκερσεκόμαν Schr.) (I. 1.7) ]
}}
}}

Revision as of 14:02, 17 August 2017

English (Slater)

ἀκειρεκόμας
   1 with unshorn hair ἀκειρεκόμᾳ Φοίβῳ (v. l. ἀκερσεκόμᾳ.) (P. 3.14) τὸν ἀκειρεκόμαν Φοῖβον (codd.: ἀκερσεκόμαν Schr.) (I. 1.7) ]

English (Slater)

ἀκειρεκόμας
   1 with unshorn hair ἀκειρεκόμᾳ Φοίβῳ (v. l. ἀκερσεκόμᾳ.) (P. 3.14) τὸν ἀκειρεκόμαν Φοῖβον (codd.: ἀκερσεκόμαν Schr.) (I. 1.7) ]