ἐμπιπίσκω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(21)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπῐπίσκω''': μέλλ. ἐμπίσω ῑ: ἀόρ. ἐνέπῑσα, παθ. ἐνεπίσθην. Μεταβατ. τοῦ [[ἐμπίνω]], δίδω νὰ πίῃ τις, [[ποτίζω]], Πινδ. Ἀποσπ. 77, Νικ. Ἀλεξιφ. 519: ― Μέσ., πληρῶ ἐμαυτόν, χορταίνω, ἐμπίσασθαι ὕδατι Νικ. Θηρ. 537, πρβλ. Ἀλεξιφ. 320: ― Παθ., ἐπὶ τοῦ ποτοῦ, πίνομαι, Νύμφαις ἐμπισθὲν ὁ αὐτ. Θηρ. 624.
|lstext='''ἐμπῐπίσκω''': μέλλ. ἐμπίσω ῑ: ἀόρ. ἐνέπῑσα, παθ. ἐνεπίσθην. Μεταβατ. τοῦ [[ἐμπίνω]], δίδω νὰ πίῃ τις, [[ποτίζω]], Πινδ. Ἀποσπ. 77, Νικ. Ἀλεξιφ. 519: ― Μέσ., πληρῶ ἐμαυτόν, χορταίνω, ἐμπίσασθαι ὕδατι Νικ. Θηρ. 537, πρβλ. Ἀλεξιφ. 320: ― Παθ., ἐπὶ τοῦ ποτοῦ, πίνομαι, Νύμφαις ἐμπισθὲν ὁ αὐτ. Θηρ. 624.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἐμπιπίσκω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[give]] to [[drink]] ]ἐνέπῖσε κεκραμέν' ἐν αἵματι fr. 111. 1.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἐμπιπίσκω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[give]] to [[drink]] ]ἐνέπῖσε κεκραμέν' ἐν αἵματι fr. 111. 1.
|sltr=[[ἐμπιπίσκω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[give]] to [[drink]] ]ἐνέπῖσε κεκραμέν' ἐν αἵματι fr. 111. 1.
}}
}}

Revision as of 14:03, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπῐπίσκω Medium diacritics: ἐμπιπίσκω Low diacritics: εμπιπίσκω Capitals: ΕΜΠΙΠΙΣΚΩ
Transliteration A: empipískō Transliteration B: empipiskō Transliteration C: empipisko Beta Code: e)mpipi/skw

English (LSJ)

aor.

   A ἐνέπῑσα Pi.Fr.111.1:—Pass., aor. 1 ἐνεπίσθην:— causal of ἐμπίνω, give to drink, Pi.l.c., Nic.Al.519:—Med., fill oneself, ἐμπίσασθαι ὕδατι, ὄξει, Id.Th.573, Al.320:—Pass., of liquor, to be drunk, Νύμφαις ἐμπισθέν Id.Th.624.

German (Pape)

[Seite 813] (s. πιπίσκω), tränken, benetzen; ἐνέπισε Pind. frg. 77; denselben aor. hat Nic. Al. 518; im med., ὕδατι ἐμπίσαιο Ther. 573; ὄξει Al. 320; ἐμπισθὲν νύμφαις, von den Nymphen getränkt, Th. 623.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπῐπίσκω: μέλλ. ἐμπίσω ῑ: ἀόρ. ἐνέπῑσα, παθ. ἐνεπίσθην. Μεταβατ. τοῦ ἐμπίνω, δίδω νὰ πίῃ τις, ποτίζω, Πινδ. Ἀποσπ. 77, Νικ. Ἀλεξιφ. 519: ― Μέσ., πληρῶ ἐμαυτόν, χορταίνω, ἐμπίσασθαι ὕδατι Νικ. Θηρ. 537, πρβλ. Ἀλεξιφ. 320: ― Παθ., ἐπὶ τοῦ ποτοῦ, πίνομαι, Νύμφαις ἐμπισθὲν ὁ αὐτ. Θηρ. 624.

English (Slater)

ἐμπιπίσκω
   1 give to drink ]ἐνέπῖσε κεκραμέν' ἐν αἵματι fr. 111. 1.

English (Slater)

ἐμπιπίσκω
   1 give to drink ]ἐνέπῖσε κεκραμέν' ἐν αἵματι fr. 111. 1.