θυγάτηρ: Difference between revisions

From LSJ

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=gen. θῦγατέρος and θυγατρός: [[daughter]].
|auten=gen. θῦγατέρος and θυγατρός: [[daughter]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>θυγᾰτηρ</b> (-τηρ, -τρός, -τρί, -τέρι, -τρα, -τέρα, -τηρ, -τερ; -τρες.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[daughter]] ἀναβάλλεται γάμον θυγατρός Hippodameia (O. 1.81) Λατοῦς ἱπποσόα [[θυγάτηρ]] [[Artemis]] (O. 3.26) ὠκεανοῦ θύγατερ [[Καμάρινα]] (O. 5.2) Ἑρμᾶ δὲ θυγατρὸς Ἀγγελίας (O. 8.81) [[Θέμις]] [[θυγάτηρ]] τέ οἱ Εὐνομία (O. 9.15) θύγατρ' ἀπὸ γᾶς Ἐπειῶν Ὀπόεντος Protogeneia (O. 9.58) [[θυγάτηρ]] Ἀλάθεια [[Διός]] (voc., cf. Kambylis, Anredeformen, 139&#774;{1}) (O. 10.3) ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου [[Hera]] (P. 2.39) εὐίππου Φλεγύα [[θυγάτηρ]] Koronis (P. 3.8) τὸν μὲν (sc. Κάδμον) ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας [[μέρος]] αἱ [[τρεῖς]] [[Ino]], [[Semele]], Agaue (P. 3.97) “Εὐρώπα Τιτυοῦ [[θυγάτηρ]]” (P. 4.46) τὰν Ἐπιμαθέος [[ἄγων]] ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν (P. 5.28) [[Ἡσυχία]], Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ (P. 8.2) Κρέοισ' Γαίας [[θυγάτηρ]] (P. 9.17) πατὴρ δὲ θυγατρὶ φυτεύων κλεινότερον γάμον [[daughter]] of Antaios (P. 9.111) ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον (ἄρχε δ, οὐρανοῦ πολυνεφέλᾳ κρέοντι θύγατερ Boeckh e Σ: the [[Muse]].) (N. 3.10) ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα [[Thetis]] (N. 3.57) πατρὸς [[οὕνεκα]] δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται Theba, Aigina (I. 8.17) “Νηρέος [[θυγάτηρ]]” [[Thetis]] (I. 8.42) Οὐρανοῦ τ' εὐπέπλῳ θυγᾰτρὶ Μναμοσύνᾳ Πα. 7B. 15. ]Κοίου [[θυγάτηρ]] π[ Asteria Πα. 7B. 44. [[ἀγανόφρων]] Κοίου [[θυγάτηρ]] [[Leto]]. (Pae. 12.13) τὶν γὰρ [[εὔφρων]] ἕψεται πρώτα [[θυγάτηρ]] ὁδοῦ [[daughter]] of Andaisistrota, and/or [[Pagondas]]. Παρθ. 2. 68. met., αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ θέλξαν νιν ἁπτόμεναι (Er. Schmid: θυγατέρες codd.) (N. 4.3) πόντου θύγατερ [[Delos]] fr. 33c. 3. κλῦθ' Ἀλαλὰ πολέμου θύγατερ fr. 78. 1. frag. ]δε θυγατερ[ fr. 111. 8.
}}
{{Slater
|sltr=<b>θυγᾰτηρ</b> (-τηρ, -τρός, -τρί, -τέρι, -τρα, -τέρα, -τηρ, -τερ; -τρες.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[daughter]] ἀναβάλλεται γάμον θυγατρός Hippodameia (O. 1.81) Λατοῦς ἱπποσόα [[θυγάτηρ]] [[Artemis]] (O. 3.26) ὠκεανοῦ θύγατερ [[Καμάρινα]] (O. 5.2) Ἑρμᾶ δὲ θυγατρὸς Ἀγγελίας (O. 8.81) [[Θέμις]] [[θυγάτηρ]] τέ οἱ Εὐνομία (O. 9.15) θύγατρ' ἀπὸ γᾶς Ἐπειῶν Ὀπόεντος Protogeneia (O. 9.58) [[θυγάτηρ]] Ἀλάθεια [[Διός]] (voc., cf. Kambylis, Anredeformen, 139&#774;{1}) (O. 10.3) ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου [[Hera]] (P. 2.39) εὐίππου Φλεγύα [[θυγάτηρ]] Koronis (P. 3.8) τὸν μὲν (sc. Κάδμον) ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας [[μέρος]] αἱ [[τρεῖς]] [[Ino]], [[Semele]], Agaue (P. 3.97) “Εὐρώπα Τιτυοῦ [[θυγάτηρ]]” (P. 4.46) τὰν Ἐπιμαθέος [[ἄγων]] ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν (P. 5.28) [[Ἡσυχία]], Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ (P. 8.2) Κρέοισ' Γαίας [[θυγάτηρ]] (P. 9.17) πατὴρ δὲ θυγατρὶ φυτεύων κλεινότερον γάμον [[daughter]] of Antaios (P. 9.111) ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον (ἄρχε δ, οὐρανοῦ πολυνεφέλᾳ κρέοντι θύγατερ Boeckh e Σ: the [[Muse]].) (N. 3.10) ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα [[Thetis]] (N. 3.57) πατρὸς [[οὕνεκα]] δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται Theba, Aigina (I. 8.17) “Νηρέος [[θυγάτηρ]]” [[Thetis]] (I. 8.42) Οὐρανοῦ τ' εὐπέπλῳ θυγᾰτρὶ Μναμοσύνᾳ Πα. 7B. 15. ]Κοίου [[θυγάτηρ]] π[ Asteria Πα. 7B. 44. [[ἀγανόφρων]] Κοίου [[θυγάτηρ]] [[Leto]]. (Pae. 12.13) τὶν γὰρ [[εὔφρων]] ἕψεται πρώτα [[θυγάτηρ]] ὁδοῦ [[daughter]] of Andaisistrota, and/or [[Pagondas]]. Παρθ. 2. 68. met., αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ θέλξαν νιν ἁπτόμεναι (Er. Schmid: θυγατέρες codd.) (N. 4.3) πόντου θύγατερ [[Delos]] fr. 33c. 3. κλῦθ' Ἀλαλὰ πολέμου θύγατερ fr. 78. 1. frag. ]δε θυγατερ[ fr. 111. 8.
}}
}}

Revision as of 14:10, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠγάτηρ Medium diacritics: θυγάτηρ Low diacritics: θυγάτηρ Capitals: ΘΥΓΑΤΗΡ
Transliteration A: thygátēr Transliteration B: thygatēr Transliteration C: thygatir Beta Code: quga/thr

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, gen. θυγᾰτέρος contr. θυγατρός; dat. θυγᾰτέρι, θυγατρί; acc. θυγᾰτέρα Ep.

   A θύγατρα Il.1.13; voc. θύγᾰτερ: nom. pl. θυγατέρες, Ep. and lyr. θύγατρες 9.144, Sapph.Supp.20a.16: gen. pl. -τέρων IG22.832.19, Pl.R.461c, poet. -τρῶν: dat. pl. -τράσι Ep. -τέρεσσι Il.15.197; both sets of forms are found in poetry, θυγατρός, -τρί, -τράσι are used in Prose:—daughter, Il.9.148,290, Od.4.4, etc.; θύγατρες ἵππων, of mules, Simon.7; θ. ταύρων, of bees, Philo Tars. ap. Gal.13.269: metaph., Μοισᾶν θυγατέρες, of Odes, Pi.N.4.3; πλάστιγξ ἡ χαλκοῦ θ. Critias 1.9D.; θ. Σειληνοῦ, of the vine, Jul. Caes.25; ψήφου συμβολικῆς θ., of a λάγυνος, AP6.248 (Marc. Arg.); of villages dependent on a city, LXXJd.1.27, 1 Ma.5.8.    II later, maidservant, slave, Phalar.Ep.142.3. [ῡ in Ep. in the longer forms, metri gr.] (Cf. Skt. duhitár-, Engl. daughter, etc.)

German (Pape)

[Seite 1221] die Tochter, Curtius Grundz. d. Gr. Et. 2. Aufl. S. 233; nach Prisc. 1. 6, 36 äol. θουγάτηρ; θυγατέρος u. θυγατρός, so auch dat. u. acc., voc. θύγατερ, plur. θύγατρες, Il. 9, 144; in Prosa im gen. u. dat. sing. nur die syncop. Formen; – von Hom. an überall; Pind. nennt N. 4, 3 seine Gesänge Töchter der Musen. Allgemeiner, ein Mädchen, Soph. O. R. 1101, ch.; auch wohl Magd, Lennep zu Phalar. p. 360. [Υ wird in allen viersylbigen Casus von den Ep. lang gebraucht.]

Greek (Liddell-Scott)

θῠγάτηρ: ἡ, γεν. θυγᾰτέρος, καὶ κατὰ συγκοπ. θυγατρός∙ δοτ. θυγᾰτέρι, θυγατρί∙ αἰτ. θυγᾰτέρα, καὶ Ἐπικ. θύγατρα∙ κλητ. θύγᾰτερ∙ ὁ Ὅμηρ. καὶ οἱ Ἀττ. ποιηταὶ χρῶνται ἀμφοτέροις τοῖς τύποις∙ παρὰ δὲ τοῖς πεζοῖς ἀπαντῶσι μόνον οἱ τρισύλλ. τύποι. τὸ υ γίνεται μακρὸν παρὰ τοῖς Ἐπικ. ποιηταῖς ἐν ταῖς τετρασυλλάβοις πτώσεσι χάριν τοῦ μέτρου.

French (Bailly abrégé)

θυγατρός (ἡ) :
dat. θυγατρί, acc. θυγατέρα, voc. θύγατερ;
pl. θυγατέρες, gén. θυγατέρων, dat. θυγατράσι (épq. θυγατέρεσσιν), acc. θυγατέρας (épq. θύγατρας);
fille (lat. filia).
Étymologie: cf. all. Tochter, angl. daughter.

English (Autenrieth)

gen. θῦγατέρος and θυγατρός: daughter.