εὐδιανός: Difference between revisions
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐδιανός''': -ή, -όν, = [[εὔδιος]], θαυμαστὸς ἐὼν φάνη… καὶ ψυχρᾶν ὁπότ’ εὐδιανὸν [[φάρμακον]] αὐρᾶν Πελλάνᾳ [[φέρε]], «ἐφάνη δὲ [[θαυμάσιος]] καὶ [[ἡνίκα]] τῶν ψυχρῶν αὐρῶν τὸ [[φάρμακον]] (δηλ. τὴν χλαμύδα) ἐπηνέγκατο ἐν τῇ Πελλήνῃ ([[ἔνθα]] ἐτελεῖτο ἀγὼν τὰ Ἕρμαια)˙ ταὐτην γὰρ ἐλάμβανον τὴν χλαμύδα οἱ νικῶντες» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 9. 146, πρβλ. Bökh εἰς Πίνδ. 5. 10. | |lstext='''εὐδιανός''': -ή, -όν, = [[εὔδιος]], θαυμαστὸς ἐὼν φάνη… καὶ ψυχρᾶν ὁπότ’ εὐδιανὸν [[φάρμακον]] αὐρᾶν Πελλάνᾳ [[φέρε]], «ἐφάνη δὲ [[θαυμάσιος]] καὶ [[ἡνίκα]] τῶν ψυχρῶν αὐρῶν τὸ [[φάρμακον]] (δηλ. τὴν χλαμύδα) ἐπηνέγκατο ἐν τῇ Πελλήνῃ ([[ἔνθα]] ἐτελεῖτο ἀγὼν τὰ Ἕρμαια)˙ ταὐτην γὰρ ἐλάμβανον τὴν χλαμύδα οἱ νικῶντες» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 9. 146, πρβλ. Bökh εἰς Πίνδ. 5. 10. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:11, 17 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = εὔδιος, ψυχρᾶν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν a warm remedy for chill airs, i.e. a warm cloak, Pi.O.9.97, cj. in P.5.10.
German (Pape)
[Seite 1062] ή, όν, = εὔδιος, Pind. P. 5, 10; daher ein warmes Winterkleid εὐδιανὸν φάρμακον αὐρῶν heißt, Ol. 9, 97.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιανός: -ή, -όν, = εὔδιος, θαυμαστὸς ἐὼν φάνη… καὶ ψυχρᾶν ὁπότ’ εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε, «ἐφάνη δὲ θαυμάσιος καὶ ἡνίκα τῶν ψυχρῶν αὐρῶν τὸ φάρμακον (δηλ. τὴν χλαμύδα) ἐπηνέγκατο ἐν τῇ Πελλήνῃ (ἔνθα ἐτελεῖτο ἀγὼν τὰ Ἕρμαια)˙ ταὐτην γὰρ ἐλάμβανον τὴν χλαμύδα οἱ νικῶντες» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 9. 146, πρβλ. Bökh εἰς Πίνδ. 5. 10.