ἀσθμαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[pant]], [[gasp]]. (Il.)
|auten=[[pant]], [[gasp]]. (Il.)
}}
{{Slater
|sltr=[[ἀσθμαίνω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[pant]], [[gasp]] σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν (v. l. σώματι, unde σώματι ἀσθμαίνοντι coni. Tric.: i. e. those of the [[wild]] animals he slew) (N. 3.48)
}}
{{Slater
|sltr=[[ἀσθμαίνω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[pant]], [[gasp]] σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν (v. l. σώματι, unde σώματι ἀσθμαίνοντι coni. Tric.: i. e. those of the [[wild]] animals he slew) (N. 3.48)
}}
}}

Revision as of 14:13, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσθμαίνω Medium diacritics: ἀσθμαίνω Low diacritics: ασθμαίνω Capitals: ΑΣΘΜΑΙΝΩ
Transliteration A: asthmaínō Transliteration B: asthmainō Transliteration C: asthmaino Beta Code: a)sqmai/nw

English (LSJ)

   A breathe hard: used by Hom. in pres. part., panting, as after running, τὼ δ' ἀσθμαίνοντε κιχήτην Il.10.376; gasping for breath, of one dying, ὅ γ' ἀσθμαίνων . . ἔκπεσε δίφρου 5.585, cf. 10.496, Pi.N.3.48: pres. ind., Hp.Morb.3.7, Arist.Pr.905b33: impf., Luc.DMeretr.5.4; οὐδὲν ἀσθμαίνων without an effort, A.Eu.651; ἀ. τι pant for a thing, Hld.4.3: c. acc. cogn., ἀ. πυρὸς δριμεῖαν ὁμοκλήν Opp.H.4.14.

German (Pape)

[Seite 370] schwer athmen, keuchen, nach dem Laufen; röcheln, von Sterbenden; Iliad. 5, 585. 10, 376. 496. 13, 399. 16, 826. 21, 182; Pind. N. 3, 46; Aesch. Eum. 621; Sp.; τί, nach etwas schnauben, Hel. 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσθμαίνω: πνευστιῶ, «κοντανασαίνω», «λαχανιάζω», ἀναπνέω μετὰ κόπου, τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ. ἐνεστῶτος, τῷ δ’ ἀσθμαίνοντε κιχήτην, πνευστιῶντες, «λαχανιασμένοι», Ἰλ. Κ. 376· ἐπὶ ἐκπνέοντος ἀνθρώπου, ὁ μετ’ ἀγωνίας ἀναπνέων, ὅ γ’ ἀσθμαίνων… ἔκπεσε δίφρου Ε. 585, πρβλ. Κ. 496, Πινδ. Ν. 3. 84· οὐδὲν ἀσθμαίνων, ἄνευ προσπαθείας τινός, ἀκόπως, πρβλ. κατασθμαίνω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 651· γ΄ ἑνικ. ἀσθμαίνει Ἱππ. 489. 31· ἀσθμαίνουσι Ἀριστ. Πρβλ. 11. 60· παρατ. ἤσθμαινον Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 5. 4: ― περιμένω τι ἀσθμαίνων, περιμένω τι ἀνυπομόνως, καὶ τὴν πανοπλίαν ἐνδὺς ἐφειστήκει τῇ βαλβῖδι τὸν δρόμον ἀσθμαίνων Ἡλιόδ. 4. 3· ― ἀλλὰ μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., ἀσθμ. πυρὸς δριμεῖαν ὁμοκλὴν Ὀππ. Ἁλ. 4. 14. ― Σπάν. παρ’ Ἀττ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
1 respirer péniblement;
2 râler.
Étymologie: ἆσθμα.

English (Autenrieth)

pant, gasp. (Il.)