βαθυλείμων: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰθῠλείμων''': -ον, γεν. -ωνος, ἔχων ἢ περικυκλούμενος ὑπὸ πλουσίων λειμώνων, [[πέτρα]] βαθ., ἡ Κίρρα, [[ἔνθα]] ἡ [[χώρα]] ἦτο ἱερὰ καὶ οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ καλλιεργήσῃ αὐτήν· πρβλ. τοῦ Tennyson deep meadow'd" Πινδ. Π. 10.23.
|lstext='''βᾰθῠλείμων''': -ον, γεν. -ωνος, ἔχων ἢ περικυκλούμενος ὑπὸ πλουσίων λειμώνων, [[πέτρα]] βαθ., ἡ Κίρρα, [[ἔνθα]] ἡ [[χώρα]] ἦτο ἱερὰ καὶ οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ καλλιεργήσῃ αὐτήν· πρβλ. τοῦ Tennyson deep meadow'd" Πινδ. Π. 10.23.
}}
{{Slater
|sltr=<b>βᾰθῠλείμων</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> in [[deep]] meadows i. e. [[deep]] in the meadows. ἔθηκε καὶ [[βαθυλείμων]] ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (Hartung: βαθυλείμωνα πέτραν codd.) (P. 10.15)
}}
}}

Revision as of 14:29, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθῠλείμων Medium diacritics: βαθυλείμων Low diacritics: βαθυλείμων Capitals: ΒΑΘΥΛΕΙΜΩΝ
Transliteration A: bathyleímōn Transliteration B: bathyleimōn Transliteration C: vathyleimon Beta Code: baqulei/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A surrounded by rich meadows, πέτρα β., i.e. Cirrha, where the land was forbidden to be ploughed, Pi.P.10.15.

German (Pape)

[Seite 424] ονος, mit tiefen, üppigen Wiesen, πέτρα Pind. P. 10. 15.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθῠλείμων: -ον, γεν. -ωνος, ἔχων ἢ περικυκλούμενος ὑπὸ πλουσίων λειμώνων, πέτρα βαθ., ἡ Κίρρα, ἔνθαχώρα ἦτο ἱερὰ καὶ οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ καλλιεργήσῃ αὐτήν· πρβλ. τοῦ Tennyson deep meadow'd" Πινδ. Π. 10.23.

English (Slater)

βᾰθῠλείμων
   1 in deep meadows i. e. deep in the meadows. ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (Hartung: βαθυλείμωνα πέτραν codd.) (P. 10.15)