ὀξυρεπής: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξῠρεπής''': -ές, = [[ὀξύρροπος]], ὀξυρ. δόλῳ, μετ’ εὐστρόφου δολιότητος, Πινδ. Ο. 9. 138· ὀξυρρεπὴς ἐν Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1015, καὶ παρ’ Ἡσύχ.:» ὀξυρρεπής· [[ὀξέως]] βαρῶν, ἢ ῥέπων, ἢ κινούμενος»· ― Ἐπίρρ. ὀξυρρεπῶς, Μᾶρκ. Ἐρημ. 1041Β.
|lstext='''ὀξῠρεπής''': -ές, = [[ὀξύρροπος]], ὀξυρ. δόλῳ, μετ’ εὐστρόφου δολιότητος, Πινδ. Ο. 9. 138· ὀξυρρεπὴς ἐν Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1015, καὶ παρ’ Ἡσύχ.:» ὀξυρρεπής· [[ὀξέως]] βαρῶν, ἢ ῥέπων, ἢ κινούμενος»· ― Ἐπίρρ. ὀξυρρεπῶς, Μᾶρκ. Ἐρημ. 1041Β.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ὀξῠρεπής</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[delicately]] poised φῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις i. e. by [[swiftly]] [[shifting]] [[balance]] (O. 9.91)
}}
}}

Revision as of 14:39, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠρεπής Medium diacritics: ὀξυρεπής Low diacritics: οξυρεπής Capitals: ΟΞΥΡΕΠΗΣ
Transliteration A: oxyrepḗs Transliteration B: oxyrepēs Transliteration C: oksyrepis Beta Code: o)cureph/s

English (LSJ)

ές,

   A = ὀξύρροπος, ὀ. δόλῳ with quick-turning art. Pi.O.9.91 ; ὀξυρρεπής in Hsch.

German (Pape)

[Seite 354] ές, poet, = ὀξυῤῥεπής, Pind. Ol. 9, 98, δόλος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠρεπής: -ές, = ὀξύρροπος, ὀξυρ. δόλῳ, μετ’ εὐστρόφου δολιότητος, Πινδ. Ο. 9. 138· ὀξυρρεπὴς ἐν Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1015, καὶ παρ’ Ἡσύχ.:» ὀξυρρεπής· ὀξέως βαρῶν, ἢ ῥέπων, ἢ κινούμενος»· ― Ἐπίρρ. ὀξυρρεπῶς, Μᾶρκ. Ἐρημ. 1041Β.

English (Slater)

ὀξῠρεπής
   1 delicately poised φῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις i. e. by swiftly shifting balance (O. 9.91)