ὀξύρροπος
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ὀξύρροπον, turning quickly, prop. of a delicate balance: metaph., ὀξύρροπος πρὸς τὰς ὀργάς sudden and quick to anger, Pl.Tht.144a; εἰς ὀργήν Jul.Or.2.65d; νοῦς ὀξύρροπος πρὸς τὰς μιαιφονίας Memn.2; also ὀξύρροπος θυμός unstable temper, Pl.R. 411b; τὸ ὀξύρροπον τῆς πεύσεως rapidity or vehemence, Longin.18.1; cf. ὀξυρεπής. Adv. ὀξυρρόπως = forcefully D.C.Fr.50.3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui penche facilement ; qui a le caractère vif, emporté, irascible.
Étymologie: ὀξύς, ῥέπω.
German (Pape)
sich schnell neigend, eigtl. von einer sehr empfindlichen Wagschale, die sich bei dem kleinsten Übergewicht sogleich auf die eine Seite neigt, dah. übertragen schnell beweglich, reizbar, empfindlich, bes. zum Zorn geneigt, θυμός, Plat. Rep. III.411b; πρὸς τὰς ὀργὰς ὀξύρροποι, Theaet. 144a; Arist. und Folgde; Plut. Consol. ad Apoll. p. 321.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύρροπος:
1 весьма склонный, легко поддающийся (πρὸς τὰς ὀργάς Plat.);
2 впечатлительный или горячий, вспыльчивый (θυμός Plat.; ὀ. καὶ κινητικός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύρροπος: -ον, ὁ ταχέως ῥέπων ἢ κλίνων πρὸς τὸ ἓν μέρος, ἐπὶ «εὐαισθήτου» ζυγοῦ· μεταφορ., ὀξ. πρὸς τὰς ὀργάς, αἰφνιδίως καὶ ταχέως ἐξαπτόμενος εἰς ὀργήν, Πλάτ. Θεαίτ. 144Α· νοῦς ὀξ. πρὸς τὰς μιαιφονίας Μέμνων ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 223, 18, ἔκδ. Bekk· ὡσαύτως ὀξ. θυμός, αἰφνίδιος θυμός, Πλάτ. Πολ. 411Β· ― τὸ ὀξύρροπον, ὁρμητικότης ἢ σφοδρότης, Λογγῖν. 18· ― πρβλ. ὀξυρεπής. Ἐπίρρ. ὀξυρρόπως, Γρηγ. Ναζ. Ὁμιλ. 53, σ. 753, κλ.
Greek Monolingual
ὀξύρροπος, -ον (Α)
1. (κυρίως για ευαίσθητο ζυγό) αυτός που έχει οξεία ροπή, αυτός που κλίνει αμέσως προς τη μία από τις δύο πλευρές
2. μτφ. αιφνίδιος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύρροπον
η ορμητικότητα, η σφοδρότητα
4. φρ. «ὀξύρροπος πρὸς τὴν ὀργὴν» ή «ὀξύρροπος εἰς ὀργήν» — ευερέθιστος, οξύθυμος.
επίρρ...
ὀξυρρόπως (Α)
με οξύρροπο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ρροπος (< ῥοπή), πρβλ. ισόρροπος, ομοιόρροπος].
Greek Monotonic
ὀξύρροπος: -ον (ῥέπω), αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα μέρος, λέγεται για ζυγαριά· μεταφ., ὀξύρροπος πρὸς τὰς ὀργάς, αυτός που θυμώνει αιφνίδια και γρήγορα, σε Πλάτ.· ὀξύρροπος θυμός, αιφνίδιος θυμός, στον ίδ.
Middle Liddell
ὀξύρ-ροπος, ον, ῥέπω
turning quickly, of a delicate balance: metaph., ὀξ. πρὸς τὰς ὀργάς sudden and quick to anger, Plat.; ὀξ. θυμός sudden anger, Plat.
English (Woodhouse)
Translations
choleric
Bulgarian: раздразнителен, сприхав; Catalan: colèric; Dutch: cholerisch, kwaad; English: bad-tempered, bilious, bitchy, brainish, cantankerous, carnaptious, choleric, crabbit, crabby, cranky, crotchety, dyspeptic, edgy, fantoddish, fiery, fretful, grotchy, grouchy, grumpy, hissy, hotheaded, hot-headed, hot-livered, hot-tempered, hot-tempered;, huffy, humpy, ill-natured, ill-tempered, irascible, irritable, ornery, out of sorts, peevish, pettish, petulant, prickly, querulous, quick to anger, quick-tempered, raspy, ratty, scratchy, shirty, short-tempered, snappish, snappy, snippety, snippish, snippy, snitchy, spitfire, splenetic, stressy, surly, testy, tetchy, tetty, thin-skinned, thorny, touchy, twitchy, umbrageous, waspish; Finnish: koleerinen, raivoisa; Galician: colérico; Greek: χολερικός, ευέξαπτος, ευερέθιστος, θερμοκέφαλος; Ancient Greek: ἀκράχολος, ἀκρόχολος, δύσοργος, ἐγκρασίχολος, ὀξυθυμίας, ὀξύθυμος, ὀξυκάρδιος, ὀξύρροπος, ὀξύς, ὀξύχολος, ὀργὴν ἄκρος, πλήκτης, ταχύμηνις, φιλόδηρις, χαλεπός, χολοδεκτικός; Hungarian: kolerikus, lobbanékony, hirtelen haragú, ingerlékeny; Italian: collerico; Latin irascibilis; Maori: whanewhane; Portuguese: colérico; Spanish: colérico; Swedish: kolerisk; Ukrainian: холерик