ἀγαλματουργία: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(big3_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγαλματουργία''': ἡ, = [[ἀγαλματοποιία]], Μάξ. Τύρ. 1. σ. 438: καὶ ἀγαλματουργικός, ή, όν, = ἀγαλματοποιητικός, ὁ αὐτ. 2. σ. 139, Κλήμ. Ἀλεξ. 41. | |lstext='''ἀγαλματουργία''': ἡ, = [[ἀγαλματοποιία]], Μάξ. Τύρ. 1. σ. 438: καὶ ἀγαλματουργικός, ή, όν, = ἀγαλματοποιητικός, ὁ αὐτ. 2. σ. 139, Κλήμ. Ἀλεξ. 41. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> abstr. [[la escultura]] Max.Tyr.27.3, Poll.1.13, Thdt.<i>Affect</i>.3.76.<br /><b class="num">2</b> concr. [[imagen]] plu. ([[Ἀδάμ]]) [[ἄγαλμα]], ἀφ' οὗπερ ἀπευθύνονται πᾶσαι ἀνθρώπων ἀγαλματουργίαι Sud.s.u. [[Ἀδάμ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:43, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀγαλματοποιΐα, Max.Tyr.33.3.
German (Pape)
[Seite 8] ἡ, Bildhauerei, Poll. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαλματουργία: ἡ, = ἀγαλματοποιία, Μάξ. Τύρ. 1. σ. 438: καὶ ἀγαλματουργικός, ή, όν, = ἀγαλματοποιητικός, ὁ αὐτ. 2. σ. 139, Κλήμ. Ἀλεξ. 41.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 abstr. la escultura Max.Tyr.27.3, Poll.1.13, Thdt.Affect.3.76.
2 concr. imagen plu. (Ἀδάμ) ἄγαλμα, ἀφ' οὗπερ ἀπευθύνονται πᾶσαι ἀνθρώπων ἀγαλματουργίαι Sud.s.u. Ἀδάμ.