ἀδιάκοπος: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
(6_18) |
(big3_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδιάκοπος''': -ον, ὁ μὴ διακοπτόμενος, [[ἄθραυστος]], μὴ διακεκομμένος, [[λόγος]], Φίλων 1. 81, Πορφ. - Ἐπιρρ. -πως, Οὐλπ. εἰς Δημ. | |lstext='''ἀδιάκοπος''': -ον, ὁ μὴ διακοπτόμενος, [[ἄθραυστος]], μὴ διακεκομμένος, [[λόγος]], Φίλων 1. 81, Πορφ. - Ἐπιρρ. -πως, Οὐλπ. εἰς Δημ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no interrumpido]], [[ininterrumpido]] χάρακες Aristeas 139, συνέχεια Herod.Med. en Orib.7.8.4, [[γένεσις]] Phlp.<i>Aet</i>.99.21, [[αὔξησις]] Procl.<i>in Ti</i>.1.120.25, λόγος Ph.1.81, [[διάνοια]] Porph.<i>Plot</i>.8.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[ininterrumpidamente]] Hero <i>Def</i>.142.1, Vlp.Sch.D.18.328D., Steph.<i>in Hp.Progn</i>.170.14. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:46, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unbroken, uninterrupted, χάρακες Aristeas139; συνέχεια Herod. ap. Orib.7.8.4; λόγος Ph.1.81, cf. Porph.Plot.8. Adv. -πως Hero *Deff.37, Ulp.ad D.18.308, Steph.in Hp.1.149 D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάκοπος: -ον, ὁ μὴ διακοπτόμενος, ἄθραυστος, μὴ διακεκομμένος, λόγος, Φίλων 1. 81, Πορφ. - Ἐπιρρ. -πως, Οὐλπ. εἰς Δημ.
Spanish (DGE)
-ον
1 no interrumpido, ininterrumpido χάρακες Aristeas 139, συνέχεια Herod.Med. en Orib.7.8.4, γένεσις Phlp.Aet.99.21, αὔξησις Procl.in Ti.1.120.25, λόγος Ph.1.81, διάνοια Porph.Plot.8.
2 adv. -ως ininterrumpidamente Hero Def.142.1, Vlp.Sch.D.18.328D., Steph.in Hp.Progn.170.14.