ἁδρέω: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(6_1) |
(big3_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁδρέω''': [[γίνομαι]] [[ἁδρός]], [[ἤτοι]] [[ὡριμάζω]], οἱ πρόσφατοι καὶ τελείως ἡδρηκότες, Διοσκ. 2. 107: ― παθ. τύποι: ἁδρεῖτο, ἁδρώμενον, (-ούμενον) παρ’ Ἡσύχ. | |lstext='''ἁδρέω''': [[γίνομαι]] [[ἁδρός]], [[ἤτοι]] [[ὡριμάζω]], οἱ πρόσφατοι καὶ τελείως ἡδρηκότες, Διοσκ. 2. 107: ― παθ. τύποι: ἁδρεῖτο, ἁδρώμενον, (-ούμενον) παρ’ Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[madurar]] πυροί Dsc.2.85, cf. Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἁδρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:46, 21 August 2017
English (LSJ)
A to be full-grown, matured, πυροὶ ἡδρηκότες Dsc.2.85:— Pass. forms ἁδρεῖτο, ἁδρώμενον (-ούμενον), Hsch.
German (Pape)
[Seite 37] reisen, Sp., trans. u. neutr.
Greek (Liddell-Scott)
ἁδρέω: γίνομαι ἁδρός, ἤτοι ὡριμάζω, οἱ πρόσφατοι καὶ τελείως ἡδρηκότες, Διοσκ. 2. 107: ― παθ. τύποι: ἁδρεῖτο, ἁδρώμενον, (-ούμενον) παρ’ Ἡσύχ.