ἁδρέω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(6_1)
(big3_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁδρέω''': [[γίνομαι]] [[ἁδρός]], [[ἤτοι]] [[ὡριμάζω]], οἱ πρόσφατοι καὶ τελείως ἡδρηκότες, Διοσκ. 2. 107: ― παθ. τύποι: ἁδρεῖτο, ἁδρώμενον, (-ούμενον) παρ’ Ἡσύχ.
|lstext='''ἁδρέω''': [[γίνομαι]] [[ἁδρός]], [[ἤτοι]] [[ὡριμάζω]], οἱ πρόσφατοι καὶ τελείως ἡδρηκότες, Διοσκ. 2. 107: ― παθ. τύποι: ἁδρεῖτο, ἁδρώμενον, (-ούμενον) παρ’ Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[madurar]] πυροί Dsc.2.85, cf. Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἁδρός]].
}}
}}

Revision as of 11:46, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁδρέω Medium diacritics: ἁδρέω Low diacritics: αδρέω Capitals: ΑΔΡΕΩ
Transliteration A: hadréō Transliteration B: hadreō Transliteration C: adreo Beta Code: a(dre/w

English (LSJ)

   A to be full-grown, matured, πυροὶ ἡδρηκότες Dsc.2.85:— Pass. forms ἁδρεῖτο, ἁδρώμενον (-ούμενον), Hsch.

German (Pape)

[Seite 37] reisen, Sp., trans. u. neutr.

Greek (Liddell-Scott)

ἁδρέω: γίνομαι ἁδρός, ἤτοι ὡριμάζω, οἱ πρόσφατοι καὶ τελείως ἡδρηκότες, Διοσκ. 2. 107: ― παθ. τύποι: ἁδρεῖτο, ἁδρώμενον, (-ούμενον) παρ’ Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

madurar πυροί Dsc.2.85, cf. Hsch.

• Etimología: Cf. ἁδρός.