ἄθεστος: Difference between revisions
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(6_15) |
(big3_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄθεστος''': -ον, ([[θέσσασθαι]]) ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος παράκλησιν, [[ἄκαμπτος]], περὶ τῶν Ἐρινύων, πρβλ. Meineke Ἑλλ. Κωμ. 3. 6. 8. | |lstext='''ἄθεστος''': -ον, ([[θέσσασθαι]]) ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος παράκλησιν, [[ἄκαμπτος]], περὶ τῶν Ἐρινύων, πρβλ. Meineke Ἑλλ. Κωμ. 3. 6. 8. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[inexorable]] Ἐρινύς <i>SHell</i>.1066 (pero cj. en ap. crít. ἀ<πό>θεστος). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:47, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, (θέσσασθαι)
A not to be entreated, inexorable, of the Erinyes, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθεστος: -ον, (θέσσασθαι) ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος παράκλησιν, ἄκαμπτος, περὶ τῶν Ἐρινύων, πρβλ. Meineke Ἑλλ. Κωμ. 3. 6. 8.
Spanish (DGE)
-ον
inexorable Ἐρινύς SHell.1066 (pero cj. en ap. crít. ἀ<πό>θεστος).