ἀνοσιουργός: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(big3_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνοσιουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ ἀνοσιουργῶν, ὁ πράττων ἀνόσια ἔργα, Πλάτ. Ἐπιστ. 352C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4,7, Φίλων 2. 313. | |lstext='''ἀνοσιουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ ἀνοσιουργῶν, ὁ πράττων ἀνόσια ἔργα, Πλάτ. Ἐπιστ. 352C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4,7, Φίλων 2. 313. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-όν<br />[[que actúa impíamente]] de pers., Pl.<i>Ep</i>.352c, Arist.<i>EN</i> 1166<sup>b</sup>5, ὁ [[ἀνδροφόνος]] Ph.2.313, τόλμη Ph.1.429. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:54, 21 August 2017
English (LSJ)
όν,
A acting impiously, Pl.Ep.352c, Arist.EN1166b5, Ph.2.313.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοσιουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἀνοσιουργῶν, ὁ πράττων ἀνόσια ἔργα, Πλάτ. Ἐπιστ. 352C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4,7, Φίλων 2. 313.
Spanish (DGE)
-όν
que actúa impíamente de pers., Pl.Ep.352c, Arist.EN 1166b5, ὁ ἀνδροφόνος Ph.2.313, τόλμη Ph.1.429.