ἀνοσιουργός

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοσιουργός Medium diacritics: ἀνοσιουργός Low diacritics: ανοσιουργός Capitals: ΑΝΟΣΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: anosiourgós Transliteration B: anosiourgos Transliteration C: anosiourgos Beta Code: a)nosiourgo/s

English (LSJ)

ἀνοσιουργόν, acting impiously, Pl.Ep.352c, Arist.EN1166b5, Ph.2.313.

Spanish (DGE)

-όν
que actúa impíamente de pers., Pl.Ep.352c, Arist.EN 1166b5, ὁ ἀνδροφόνος Ph.2.313, τόλμη Ph.1.429.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοσιουργός: нечестиво поступающий Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοσιουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἀνοσιουργῶν, ὁ πράττων ἀνόσια ἔργα, Πλάτ. Ἐπιστ. 352C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4,7, Φίλων 2. 313.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀνοσιουργός, -όν)
εκείνος που κάνει ανόσιες πράξεις.