ἀποτμητέον: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
(6_20) |
(big3_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτμητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀποκόψῃ, τῆς τῶν πλησίων χώρας ἡμῖν [[ἀποτμητέον]], [[μέρος]] αὐτῆς, Πλάτ. Πολ. 373D· κἂν ὅλη μελανθῇ (ἡ [[μήτρα]]) τὴν σύμπασαν [[ἀποτμητέον]] Σωραν. π. Γυναικ. Παθ. σ. 128.15. | |lstext='''ἀποτμητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀποκόψῃ, τῆς τῶν πλησίων χώρας ἡμῖν [[ἀποτμητέον]], [[μέρος]] αὐτῆς, Πλάτ. Πολ. 373D· κἂν ὅλη μελανθῇ (ἡ [[μήτρα]]) τὴν σύμπασαν [[ἀποτμητέον]] Σωραν. π. Γυναικ. Παθ. σ. 128.15. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que cortar, extirpar]] τὴν μήτραν Sor.152.12.<br /><b class="num">2</b> c. dat. y gen. [[hay que cortarse, hay que apropiarse un trozo]] τῆς τῶν πλησίον χῶρας ἡμῖν Pl.<i>R</i>.373d. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 21 August 2017
English (LSJ)
A one must cut off, τῆς τῶν πλησίον χώρας a portion of it, Pl.R.373d; one must excise, τὴν μήτραν Sor.2.89.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτμητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀποκόψῃ, τῆς τῶν πλησίων χώρας ἡμῖν ἀποτμητέον, μέρος αὐτῆς, Πλάτ. Πολ. 373D· κἂν ὅλη μελανθῇ (ἡ μήτρα) τὴν σύμπασαν ἀποτμητέον Σωραν. π. Γυναικ. Παθ. σ. 128.15.
Spanish (DGE)
1 hay que cortar, extirpar τὴν μήτραν Sor.152.12.
2 c. dat. y gen. hay que cortarse, hay que apropiarse un trozo τῆς τῶν πλησίον χῶρας ἡμῖν Pl.R.373d.