πίμπλημι: Difference between revisions
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(10) |
(No difference)
|
Revision as of 00:03, 9 February 2013
English (LSJ)
in pres. and impf. formed
A like ἵστημι; Aeol. 3pl. πίμπλεισι Alc.Supp.25.3; Ep. 3sg. subj. πιμπλῇσι Hes.Op.301; imper. πίμπλη cj. in Xenarch.3, ἐμ-πίμπλη Ar.Av.1310; part. πιμπλάς Pl.R. 586b; but nom.pl.fem. πιμπλεῖσαι Hes.Th.880: impf. 3pl. ἐπίμπλασαν X.An.1.5.10: other tenses from πλήθω (which in pres. and impf. is intr.): fut. πλήσω E.Hipp.692, (ἀνα-) Od.5.302: aor. ἔπλησα E.Med. 905, etc.; Ep. πλῆσα Il.13.60, al.: pf. πέπληκα (ἐμ-) Pl.Ap.23e, Ly. 204d:—Med., fut.πλήσομαι (ἐμ-) Arat.1121, App.Syr.7:aor. ἐπλησάμην Il.9.224, etc.:—Pass., fut. πλησθήσομαι Ev.Luc.1.15, Charito 5.5, Him.Or.23.14, (ἐμ-) E.Hipp.664, Isoc.6.69; also πεπλήσομαι Porph. Abst.1.16: aor. ἐπλήσθην Il.20.156, etc.; Ep. 3pl. πλῆσθεν 17.211, Od.4.705: pf. πέπλησμαι Babr.60, (ἐμ-) Pl.R.518b, 3pl. πεπλήαται Semon.31 A, πέπληνται Hp.Flat.8; also shortd. form πλῆνται Parm. 1.13: aor. 2 ἐπλήμην, Ep.3sg. and pl. πλῆτο, πλῆντο, Il.17.499, Od.8.57, Parm.12.1; ἐν-έπλητο Ar.V.911, 1304; imper. ἔμ-πλησο ib.603; opt. ἐμ-πλῄμην, -ῇτο, Id.Ach.236, Lys.235; part. ἐμ-πλήμενος Id.V. 424, 984, etc.—In the compd. ἐμπίμπλημι (q.v.; more freq. in Prose) the second μ is sts. dropped, as ἐμπίπλημι; but returns with the augm., as in ἐνεπίμπλασαν; cf. πίμπρημι :—fill, c. gen.rei, fill full of... τράπεζαν ἀμβροσίης Od.5.93; πήρην σίτου καὶ κρειῶν 17.411; π. τινὰ μένεος, θάρσευς φρένας, Il.13.60, 17.573; καλάμης τὸ πλοῖον Hdt.1.194; π. κρητῆρα κακῶν A.Ag.1398; πίμπλημ' ὄμμα δακρύων S.El.906; δακρύων ἔπλησεν ἐμέ filled me full of tears, E.Or.368: c. dat. rei, fill with... ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσας πλῆσαν ὁδούς Il.16.374; δακρύοις Ἑλλάδ' ἅπασαν ἔπλησεν E.Or.1363 (lyr.); simply, fill, ἰχθύες . . πιμπλᾶσι μυχούς Il.21.23, cf. 14.35, Hes.Op.411, Pl.Grg.494a; π. μέλος A.Fr.57.4: abs., πίμπλη σὺ μὲν ἐμοί (sc. τὴν κύλικα) Xenarch.3. 2 fill full, satisfy, glut, E.Cyc.146, etc. 3 fill, discharge an office, A.Ch.361 (dub.). II Med., fill for oneself, or what is one's own, πλησάμενος οἴνοιο δέπας having filled himself a cup of wine, Il.9.224, cf. Od.14.112, etc.; π. νῆας load ships, ib.87; π. . . θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος fill up, satiate one's desire with... 17.603; ματρόθεν δυσώνυμα λέκτρ' ἐπλήσω S.OC528 (lyr.); πεδία πίμπλασθ' ἁρμάτων fill the plain full of your chariots, v.l. in E.Ph.522. III Pass., to be filled, be full of, τῶν . . ἐπλήσθη πεδίον Il.20.156; πλῆτο ῥόος . . ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν 21.16; ὄσσε δακρυόφι πλῆσθεν Od.4.705, etc.; μένεος . . φρένες . . πίμπλαντο Il.1.104; πλῆσθεν . . μέλε' ἐντὸς ἀλκῆς 17.211; ἀλκῆς πλῆτο φρένας . . ib.499; ἀϋτῆς . . ἐπλήσθη στέγος E.Heracl.646: rarely c. dat., λέκτρα δ' ἀνδρῶν πόθῳ πίμπλαται δακρύμασι A.Pers.134 (lyr.); δάκρυσι τὸ στράτευμα πλησθέν Th.7.75. 2 to be filled, satisfied, have enough of a thing, αἱμάτων γένυσιν πλησθῆναι S.Ant.121; π. τῆς νόσου ξυνουσίᾳ to be wearied of it by being with it, Id.Ph.520; ἡδονῶν Pl.R.442a, etc. 3 of females, become pregnant, Arist. HA576b29, 578b32. (Cf. Skt.piparti 'fill', pūrṇá-, Lat. plenus, Goth. fulls, etc. 'full'.)