ἀτημελέω: Difference between revisions
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(6_23) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτημελέω''': κατολιγωρῶ, ἀμελῶ, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 609· ἠτημελημένος Προκόπ. Βάνδ. σ. 226Β. | |lstext='''ἀτημελέω''': κατολιγωρῶ, ἀμελῶ, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 609· ἠτημελημένος Προκόπ. Βάνδ. σ. 226Β. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[descuidar]] Procop.<i>Vand</i>.1.21.11. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 21 August 2017
English (LSJ)
A take no heed of, neglect, pf. part. Pass. ἀτημελημένος f.l. in Procop. Vand.1.21 (for ἀπ-), cf. Sch.A.R.1.609.
German (Pape)
[Seite 386] sorglos sein, vernachlässigen, Schol. Ap. Rh. 1, 609.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτημελέω: κατολιγωρῶ, ἀμελῶ, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 609· ἠτημελημένος Προκόπ. Βάνδ. σ. 226Β.
Spanish (DGE)
descuidar Procop.Vand.1.21.11.