ἀσπαλιεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(big3_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσπᾰλιεύομαι''': ἀποθ. [[ἁλιεύω]], ψαρεύω, Σουΐδ. ― Παρὰ Σουΐδ. καὶ Ἡσυχ. ἀντὶ τοῦ οὐσιαστ. ἀσπαλία θὰ περίμενέ τις [[τύπος]] ἀσπαλιεία, ἡ, ἡ [[ἁλιεία]]. Ὁ Ἀρισταίν. 1. 17 ἔχει μέλλ. ἐνεργ. -ιεύσω: καὶ πιθαν. τὸ «ἀσπαλίσαι· ἁλιεῦσαι, σαγηνεῦσαι» ἐν Α. Β. 183, 14, ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] ἀσπαλιεῦσαι. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει [[ὄνομα]] ἄσπαλος, ἰχθύς, «ἀσπάλους· τοὺς ἰχθύας Ἀθαμᾶνες». | |lstext='''ἀσπᾰλιεύομαι''': ἀποθ. [[ἁλιεύω]], ψαρεύω, Σουΐδ. ― Παρὰ Σουΐδ. καὶ Ἡσυχ. ἀντὶ τοῦ οὐσιαστ. ἀσπαλία θὰ περίμενέ τις [[τύπος]] ἀσπαλιεία, ἡ, ἡ [[ἁλιεία]]. Ὁ Ἀρισταίν. 1. 17 ἔχει μέλλ. ἐνεργ. -ιεύσω: καὶ πιθαν. τὸ «ἀσπαλίσαι· ἁλιεῦσαι, σαγηνεῦσαι» ἐν Α. Β. 183, 14, ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] ἀσπαλιεῦσαι. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει [[ὄνομα]] ἄσπαλος, ἰχθύς, «ἀσπάλους· τοὺς ἰχθύας Ἀθαμᾶνες». | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [act. fut. -εύσω Aristaenet.1.17]<br />[[pescar]] c. caña o sedal, Sud.<br /><b class="num">•</b>fig. de un enamorado, Aristaenet.l.c. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 21 August 2017
English (LSJ)
A angle, Suid.:—Act., fut. -εύσω, metaph. of a lover, Aristaen.1.17; ἀσπαλίσαι· ἁλιεῦσαι, σαγηνεῦσαι, AB183, may be f.l. for ἀσπαλιεῦσαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπᾰλιεύομαι: ἀποθ. ἁλιεύω, ψαρεύω, Σουΐδ. ― Παρὰ Σουΐδ. καὶ Ἡσυχ. ἀντὶ τοῦ οὐσιαστ. ἀσπαλία θὰ περίμενέ τις τύπος ἀσπαλιεία, ἡ, ἡ ἁλιεία. Ὁ Ἀρισταίν. 1. 17 ἔχει μέλλ. ἐνεργ. -ιεύσω: καὶ πιθαν. τὸ «ἀσπαλίσαι· ἁλιεῦσαι, σαγηνεῦσαι» ἐν Α. Β. 183, 14, ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀσπαλιεῦσαι. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει ὄνομα ἄσπαλος, ἰχθύς, «ἀσπάλους· τοὺς ἰχθύας Ἀθαμᾶνες».
Spanish (DGE)
• Morfología: [act. fut. -εύσω Aristaenet.1.17]
pescar c. caña o sedal, Sud.
•fig. de un enamorado, Aristaenet.l.c.