ἀμετασάλευτος: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_18) |
(big3_3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμετασάλευτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κινήσῃ ἢ νὰ σείσῃ, [[ἀσάλευτος]], [[ἀκίνητος]], Κλήμ. Ἀλ. 201. | |lstext='''ἀμετασάλευτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κινήσῃ ἢ νὰ σείσῃ, [[ἀσάλευτος]], [[ἀκίνητος]], Κλήμ. Ἀλ. 201. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[inmóvil]]<νέοι> Clem.Al.<i>Paed</i>.2.7.54. | |||
}} | }} |