ἀμετασάλευτος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(6_18)
(big3_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμετασάλευτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κινήσῃ ἢ νὰ σείσῃ, [[ἀσάλευτος]], [[ἀκίνητος]], Κλήμ. Ἀλ. 201.
|lstext='''ἀμετασάλευτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κινήσῃ ἢ νὰ σείσῃ, [[ἀσάλευτος]], [[ἀκίνητος]], Κλήμ. Ἀλ. 201.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[inmóvil]]<νέοι> Clem.Al.<i>Paed</i>.2.7.54.
}}
}}

Revision as of 11:56, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 122] unbeweglich, Clem. Alex.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετασάλευτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κινήσῃ ἢ νὰ σείσῃ, ἀσάλευτος, ἀκίνητος, Κλήμ. Ἀλ. 201.

Spanish (DGE)

-ον inmóvil<νέοι> Clem.Al.Paed.2.7.54.