δύσπρακτος: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_16) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δύσπρακτος''': -ον, δυσκόλως πραττόμενος, [[δυσκατέργαστος]], [[Πολυδ]]. Γ΄, 131, Ε΄, 105. | |lstext='''δύσπρακτος''': -ον, δυσκόλως πραττόμενος, [[δυσκατέργαστος]], [[Πολυδ]]. Γ΄, 131, Ε΄, 105. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> acent. -τός Paul.Al.61.9<br /><b class="num">I</b> [[difícil de realizar]], [[trabajoso]], [[molesto]] Poll.3.131, 5.105, glos. a [[ἄπρηκτος]] Sch.A.R.1.246b.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que dificulta el trabajo]] ἐπιτάραχος ... χρόνος καὶ δ. καὶ ὑπερθετικός Vett.Val.173.5.<br /><b class="num">2</b> [[inefectivo]], [[con escasa influencia]] δ. δὲ ὁ τόπος οὗτος καθέστηκε del octavo <i>topos</i> del zodiaco, Paul.Al.l.c.<br /><b class="num">3</b> de pers. [[que actúa sin éxito]], [[fracasado]] δυσπράκτους δὲ καὶ δυσπερικτήτους καὶ ἀπροκόπους ... ἀποτελεῖ Paul.Al.65.15<br /><b class="num">•</b>[[incapaz de pagar]] ἐκ τῶν ἀπόρων καὶ δυσπράκτων προσώπων Cyr.S.<i>V.Sab</i>.54. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to do, Poll.3.131,5.105.
German (Pape)
[Seite 687] schwer zu thun, Poll. 3. 131.
Greek (Liddell-Scott)
δύσπρακτος: -ον, δυσκόλως πραττόμενος, δυσκατέργαστος, Πολυδ. Γ΄, 131, Ε΄, 105.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: acent. -τός Paul.Al.61.9
I difícil de realizar, trabajoso, molesto Poll.3.131, 5.105, glos. a ἄπρηκτος Sch.A.R.1.246b.
II 1que dificulta el trabajo ἐπιτάραχος ... χρόνος καὶ δ. καὶ ὑπερθετικός Vett.Val.173.5.
2 inefectivo, con escasa influencia δ. δὲ ὁ τόπος οὗτος καθέστηκε del octavo topos del zodiaco, Paul.Al.l.c.
3 de pers. que actúa sin éxito, fracasado δυσπράκτους δὲ καὶ δυσπερικτήτους καὶ ἀπροκόπους ... ἀποτελεῖ Paul.Al.65.15
•incapaz de pagar ἐκ τῶν ἀπόρων καὶ δυσπράκτων προσώπων Cyr.S.V.Sab.54.