ἀνακεκαλυμμένως: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_6)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακεκᾰλυμμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. φανερῶς, Νικήτ. Χρον. 220Α, Σχολιαστ.
|lstext='''ἀνακεκᾰλυμμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. φανερῶς, Νικήτ. Χρον. 220Α, Σχολιαστ.
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. [[abiertamente]] [[ἀνακεκαλυμμένως]] εἰπών Chrys.M.61.446, cf. Hsch.
}}
}}

Revision as of 11:59, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακεκᾰλυμμένως Medium diacritics: ἀνακεκαλυμμένως Low diacritics: ανακεκαλυμμένως Capitals: ΑΝΑΚΕΚΑΛΥΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: anakekalymménōs Transliteration B: anakekalymmenōs Transliteration C: anakekalymmenos Beta Code: a)nakekalumme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. Pass.,

   A openly, Hsch.

German (Pape)

[Seite 191] enthüllt, Schol. Soph. O. R. 1413.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακεκᾰλυμμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. φανερῶς, Νικήτ. Χρον. 220Α, Σχολιαστ.

Spanish (DGE)

adv. abiertamente ἀνακεκαλυμμένως εἰπών Chrys.M.61.446, cf. Hsch.